Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Τα δάκρυα των τοίχων

Τα δάκρυα των τοίχων

Θα στεγνώσω τα δάκρυα των τοίχων με τα χείλη μου

Μπέλλα Μπάρτοκ Στον πύργο του κυανοπώγωνα .




Δεν τους πίστεψε πως οι τοίχοι έσταζαν δάκρυα .
Ανθρωποι μαραζωμένοι κι αγράμματοι, ζεματισμένοι από τα βάσανα και την ανέχεια οι κάτοικοι της γειτονιάς. Διάλεξε να επενδύσει στο παραδοσιακό κι ας διέδιδαν πως το σπίτι το βάραινε κάτι σαν κατάρα .Οι τοίχοι έβγαζαν νερό, ήταν πάντα υγροί , ποτισμένοι σαν από δάκρυα Μια υγρασία έγλυφε το κτίσμα και τις πέτρες του ,που τίναζαν κάθε σίδερο, δέσιμο και μπετόν . Η χήρα συχνά το συντηρούσε ,αλλά η υγρασία το κατέστρεφε ξανά . Τελειωμό δεν είχε . Ηθελε να το πουλήσει και να φύγει ,αλλά δεν της περίσσευαν λεφτά για ν’ αγοράσει καινούριο και να ζήσει με την κόρη της , δύσκολα τάβγαζε πέρα με μια σύνταξη θύματος πολέμου.
-Μην ακουμπάτε τα λεφτά σας σ’ αυτό το ρημάδι , ποτίζεται από ψυχές βασανισμένες, τον προειδοποίησαν κι εκείνος με το χαμόγελο της συγκατάβασης απάντησε :
-Είμαι πολιτικός μηχανικός, θα εντοπίσω την υγρασία και θα την θεραπεύσω, δεν πιστεύω σε προλήψεις . Στο κάτω –κάτω γκρεμίζω όλο το σουβά και το ξανακτίζω από την αρχή .
Πράγματι ξήλωσε ,έσκαψε τη πέτρα ,ώστε να πιάσει γερά το νέο στρώμα που θ’ έριχνε , ανακαίνισε και το εσωτερικό να μην του θυμίζει μάνα και κόρη ,ριζική , εκ βάθρων ανακατασκευή . Μόλις όμως ετοιμάστηκε να μπει μέσα διέκρινε τους πρώτους λεκέδες στους τοίχους . Η υγρασία παρουσιάστηκε ξανά .Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι . Ξοδεύτηκε τζάμπα .Δεν άνοιξε τα θεμέλια για να εντοπίσει τη γαμημένη πηγή που έγλυφε τον βράχο και γέμιζε τα ντουβάρια με νερό . Υπέθεσε πως το πρόβλημα περιοριζόταν στην επιφάνεια . Πιάστηκε κορόιδο που δεν το λογάριασε . Δεν του κολλούσε ύπνος , το σπίτι του έγινε βρόγχος και τον έπνιγε . Του εξιστορούσαν και την ιστορία της χήρας και φούντωνε. Οσο ζει η ίδια κι η κόρη θα νοτίζει το σπίτι ,έλεγαν . Μα ήθελαν πολύ να τον τρελάνουν; Χάρηκε για την συμφέρουσα τιμή και θα χάσει τον ύπνο του από τις προλήψεις ;
Εντάξει η ιστορία ήταν πικρή και τι μ’ αυτό ; Μήπως η θλίψη , η γκρίνια, το συναίσθημα ,όλα αυτά μαζί ή και χώρια μπορούσαν , είχαν την δυνατότητα να μεταβιβασθούν στα υλικά και να τα ποτίσουν ; Με ποια είδους μεταφυσική ή φαντασία θα δεχόταν ότι μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και την διάβρωση ;
Ηταν , λέει , παραμονές χριστουγέννων του 1940 , όταν σε μια ύφεση του πολέμου ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ξενοφών Κορυφίδης έφυγε από την πρώτη γραμμή και της ζήτησε «να έμβει σε βάρκα από την Θάσο και να έλθει στην Καβάλα για να την υπανδρευθεί» . Βιαζόταν ο καλός της κι αυτή υπάκουσε , φόρτωσε έναν μπόγο με ρούχα ,καταβράχηκε στο καϊκι , δεν θέλησε να κατέβει στα αμπάρια , που βρωμούσαν λάδι και ελιόκαρπο , έμεινε στο κατάστρωμα να την χτυπά ο βοριάς, φαρμάκι ο άνεμος . Εφτασε ξεπαγιασμένη , ανέβασε πυρετό ,σαράντα , την πήγαν σε γιατρό, ψηνόταν η κακαμοίρα , της έδωσε φάρμακα ,αλλά ο πυρετός δεν έπεφτε . Στην τελετή του γάμου πλάνταξε στην εφίδρωση , ποτάμια ο ιδρώτας χύνονταν από πάνω της , πότιζαν τα εσώρουχα , το νυφικό έπλεε, η ίδια αγωνιούσε για να μην σωριαστεί χάμω από την αδυναμία της , τα πόδια της δεν την κρατούσαν , έτρεμε , όλο το σώμα της συγκλονίζονταν . Ο άντρας της δεν είχε άδεια, έφευγε την επομένη ,μετά την εκκλησία , έπεσε αφηνιασμένος πάνω στο άρρωστο κορμί της , τη λάτρεψε ,της υποσχόταν πως όλα θα πάνε καλά ,πως θα είναι πάντα δίπλα της . Από ένα σημείο και πέρα δεν καταλάβαινε ,ούτε ένιωθε , ναρκωμένη από τον πυρετό και τα φάρμακα δεν ήταν σε θέση … . Αβουλη κυλιόταν στα χέρια του .Εφυγε την επόμενη ημέρα και της άφησε την μυρωδιά και το ίχνος του .
Την 15η Φεβρουραρίου 1941 του ανήγγειλε πως ήταν έγκυος . Απάντηση δεν έλαβε .Μετά την συνθηκολόγηση έμαθε πως ήταν αγνοούμενος . Περίμενε μέχρι τον Μάιο να γυρίσει , με τα πόδια το παίρναν από την Αλβανία , ήλπιζε πως ο θεός θα τη λυπόταν. Το επιτελείο Στρατού δεν της έστειλε ούτε γράμμα , ούτε συλλυπητήρια , επισήμως ζωντανός , περίμενε , έκανε σχέδια την ημέρα και το βράδυ έκλαιγε. Την έπιανε απελπισία ,που θάφερνε στον κόσμο ένα ορφανό και θα έπρεπε να το αναθρέψει μόνη της . Χωρίς πατέρα , χωρίς τον ίσκιο του άντρα το κρεβάτι της , μόνη στην υπόλοιπη ζωή της να αναπολεί τη μια και μοναδική φορά που έκαναν έρωτα κι έμεινε έγκυος. Όταν γεννήθηκε το παιδί η μαία κάτι κατάλαβε ,αλλά δεν μίλησε .Η χήρα το ανάστησε μέσα στα δάκρυα και το φαρμάκι , με τη μάνα της να τη καταριέται . Που βιάστηκε και παντρεύτηκε κρυφά χωρίς να τους ρωτήσει και να τώρα που βρέθηκε χήρα κι άπορη .

Η πεθερά της άφησε το σπίτι για να μεγαλώσει το εγγόνι της .Τα βράδια ακουγόταν η φωνή της κόρης κι ένα βουητό που υπόκωφα ,αλλά συντονισμένα φώναζε «μπαμπά» και ξανά «μπαμπά» κι έπειτα με ερωτηματικό «μπαμπάκαααααααα» ; Μια φωνή , εγκλωβισμένη στο ερημόσπιτο , που τα έκανε επάνω της , βρωμούσε , είχε μάτια απλανή, δεν μιλούσε , δεν άρθρωνε άλλη λέξη , παρά μόνο αυτή «μπαμπά» . Μια κόρη που έμοιαζε εκείνον, έβγαζε τρίχες σαν άντρας , ενώ η ακινησία της την μετέτρεπε σε τέρας . Το μουγκρητό της κι η ίδια λέξη μπππππμπππμππαοαοαομπάααααα μέσα στη σιγαλιά της νύχτας να της τριβελίζει το μυαλό . Κι έτρεχε να κλείσει τα πατζούρια για να μην μεταδοθεί ο ήχος στην γειτονιά , όλα κλειστά, χωρίς φως ,να μην λεκιάσουν πουθενά .
Εκλαιγε χρόνια τώρα. Μούσκευαν οι τοίχοι .
Όταν την έβγαζε έξω έπιανε τους περαστικούς άντρες και φώναζε πάλι «μπαομπαααα» , γαντζώνονταν πάνω τους , τους τραβούσε απ΄ όπου έβρισκε για να την πάρουν μαζί τους . Οπου νάταν θα πήγαινε κι ας ήταν ξένοι .
Γυρνούσε απελπισμένη σπίτι με τον όρκο να μη την ξαναβγάλει. Κι εκείνη τον αναζητούσε κι έκλαιγε πιπιλώντας την λέξη σύνθημα - εργόχειρο στα χέρια , με τη λέξη αυτή μοναδικό εφόδιο της γλώσσας και της ζωής της . Φωνάζοντας τον πατέρα , κλαίγοντας τον πατέρα , μεγενθύνοντας τον πατέρα σε αδελφό , μετά σε εραστή , ύστερα σε γυιό κι έπειτα σε εγγονό ,που δεν θα ερχόταν ποτέ στη ζωή της .
Όταν πέθανε η μάνα ,την κόρη την κλείσαν στο άσυλο . Εκεί για να μην φωνάζει «μπαμπά» της έκλειναν τα βράδια το στόμα . Τσιρότο . Πήγαινε να σκάσει . «Σκασμός ,οι άλλοι θέλουν να κοιμηθούν» .Αντεξε λίγο χωρίς τη λέξη της . Πέθανε σ’ ένα μήνα .
Τότε ο μηχανικός γύρισε ξανά . Χωρίς τις σκιές μάνας και κόρης . Εσκαψε ξανά το πάτωμα . Να αποκαλύψει τα θεμέλια . Βρήκε το βράχο στεγνό . Πουθενά νερό να γλύφει ,ούτε υγρασία σε θεμέλια και τοίχους .
Ξανασουβάντισε κι έριξε μονωτικό με τα κιλά . Ελαβε τα πιο ακραία μέτρα .
Ομως άδικα .
Ξανά το ίδιο. Μια επανάληψη .Τα ντουβάρια νότισαν πάλι .
Δεν ήταν δυνατόν να κατοικήσει αυτό το σπίτι . Εχασε τον ύπνο του και μίσησε την αγορά αυτή . Εβαλε και το γκρέμισαν . Θα το πουλούσε σαν οικόπεδο ,να απαλλαγεί από την εικόνα των φαντασμάτων της χήρας με την καθυστερημένη κόρη .
Η γειτονιά προειδοποιούσε όσους ενδιαφέρονταν ότι θα βρουν τον μπελά τους και τους έδειχνε ένα απομεινάρι ντουβαριού που σώθηκε από την κατεδάφιση . Ηταν υγρό, σα νοτισμένο από δάκρυα .Το ίδιο και το έδαφος .Ποιος θα τολμούσε ;
Μόνο πάρκο θα μπορούσε να γίνει , πνιγμένο στα γαϊδουράγκαθα, τις τσουκνίδες και σ΄ ένα φυτό - δηλητήριο για τους ασθματικούς, που το λένε περδικάκι κι ευδοκιμεί στην πόλη μας .






Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 .Σπούδασε Νομικά και έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία . Το τελευταίο του είναι το μυθιστόρημα Τα δώρα του πανικού, Κέδρος 2006 .