Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

H λύση της πίσω όψης

Η λύση της πίσω όψης *

To τετρακινητήριο τέρας με τον κλιματισμό αναμμένο έκανε πολύ θόρυβο όταν ανέβαινε την ανηφόρα , που οδηγούσε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία σκαρφαλωμένο στον μεγάλο ορεινό όγκο της Ροδόπης . Πάρκαρε στην είσοδο ,στο χείλος του γκρεμού ,όπου και το στέγαστρο των επισκεπτών με την απέραντη θέα των βουνών , όπου ορεινοί οικισμοί διακρίνονταν διάσπαρτοι ανάμεσα στο οργιαστικό πράσινο .Τέλη Ιουνίου ήταν και οι αγριοφράουλες των υψομέτρων κινητοποιούσαν τους περαστικούς , που τις έψαχναν με μανία.
Μάλλον φυσιολάτρες , παρά προσκυνητές ,σκέφτηκε ο καλόγερος Ησύχιος ,μια ψιλόλιγνη , ξερακιανή φιγούρα , με πλούσιο πυκνό , μαλλί και γένι, που διακονούσε το μικρό μοναστήρι με άλλους δύο .
Τα παιδιά των δύο ζευγαριών ξεχύθηκαν στον γύρω χώρο κι ο Ησύχιος άκουγε επιφωνήματα θαυμασμού για τη θέα, μετά πλησίασαν οι δυο κυρίες της παρέας και τελευταίοι οι σύζυγοι- κυνηγοί με τις φούχτες γεμάτες αγριοφράουλες .
-Θα μπούμε να το δούμε ; ρώτησε η μια .
-Να μην αργήσουμε , πρότεινε η άλλη , δεν θα βρούμε τραπέζι στο Αγνάντιο , το κατσικάκι και το κοκορέτσι τελειώνουν γρήγορα , πλακώνει κόσμος κυριακάτικα .
-Ολο στο φαί έχετε το μυαλό σας ,δεν περπατήσαμε καθόλου στη φύση .Να χάσουμε και κάνα γραμμάριο βρε αδερφέ , πρότεινε ο πιο εύσωμος της παρέας, ντυμένος με φόρμα και παπούτσια αθλητικά της Κυριακής , που υποδήλωναν πως δεν είχε καμιά σχέση με τον αθλητισμό .
Μπήκαν μέσα . Με την ψευδοκατάνυξη των επισκεπτών που δεν νογάνε .
Ο Ησύχιος τους έκοψε έναν προς έναν , αμφίεση , συμπεριφορά , φωνές και ομιλία , στάσεις του σώματος , σεβασμό και βαθμό χυδαιότητας .Κατέληξε πως επρόκειτο για μορφωμένους ανθρώπους, ελεύθερους επαγγελματίες ή καθηγητές. Εκείνοι εκστασιάσθηκαν από την θέα της χαράδρας και ζήτησαν να μάθουν πως το έκτισαν εκεί πάνω . Τους εξήγησε και ενώ ακόμη μιλούσε ,εκείνοι έσπευσαν να εξαφανιστούν, για να καταναλώσουν στο υποτυπώδες μαγαζί του μοναστηριού .Ο Ησύχιος εξέθετε τα έργα των χειρών του . Σελιδοδείκτες , είτε πλεγμένους και κεντημένους , είτε καμωμένους από μέταλλο και ξύλο, με απεικονίσεις από βυζαντινά διακοσμητικά μοτίβα ,μαχαίρια για κόψιμο σελίδων , πρες παπιέ και ξύλινους ημεροδείκτες ,εικόνες και είδη εικονοστασίου .Εριχναν τις ματιές τους μάλλον περιφρονητικά και μόνο μια κυρία έμεινε καρφωμένη στους σελιδοδείκτες .
-Τι κοιτάς , τη ρώτησε η βιαστική παρέα της .
-Μου αρέσουν οι σελιδοδείκτες .
-Μπα , αλήθεια ; Φετιχίστρια ;
-Γιατί ; Εσύ τρελαίνεσαι με τα κουτάκια ; Τα μαζεύεις στις βιτρίνες σου απ΄ όλο τον κόσμο και απορείς που συλλέγω σελιδοδείκτες ;
Της υπενθύμιζαν εποχές, ανακαλούσαν μνήμες .Τους ξεχνούσε στα βιβλία της και της επανέφεραν εποχές που είχαν περάσει. Κάτι σαν το βουτηγμένο μπισκότο . Κι έβρισκε αυτούς που είχε μπροστά της να έχουν κάτι περίεργο, χωρίς να είναι σκέτο χριστιανικοί συνδύαζαν κάτι παγανιστικό, κοσμικό , εικαστικό .
-Μας περιμένουν έξω , τα παιδιά ανυπομονούν .
-Προχώρα κι έρχομαι .
Δεν αποφάσιζε ποιους να θα αγόραζε , κατέληξε σε τέσσερις και πήγε να πληρώσει τον Ησύχιο που την κοίταζε ίσια στα μάτια .
Εκείνος της πρόσφερε έναν ακόμη .Τον ωραιότερο και ακριβότερο, απιθώνοντάς τον με τα ρέστα στην ανοιγμένη της παλάμη. Μόλις τα χέρια τους ήρθαν σε επαφή η καθηγήτρια κυκλώθηκε από μια ενέργεια . Ο Ησύχιος της άφησε τον σελιδοδείκτη και της είπε :
-Με θυμάστε;
-Από που; Βοηθείστε με.
-Από παλιά .
-Όχι , δεν μπορώ …..
-Αφήστε το δεν πειράζει . Να πάτε στο καλό .
Εστρεψε τα νώτα και χάθηκε , σχεδόν χωνεύτηκε πίσω από μια βαριά , πένθιμη κουρτίνα .
Στο χέρι της έμεινε ο σελιδοδείκτης που της απίθωσε τρυφερά , αλλά και η ενέργειά του , που την διαπέρασε .
Βγήκε έξω ζαλισμένη και μπερδεμένη. Δεν κατάλαβε τι συνέβη. Αναρωτιόταν τι είδους συναισθήματα είχε εμπνεύσει στον καλόγερο . Από που την ήξερε , πως δεν τον γνώρισε , τι σήμαινε αυτή η συμπεριφορά του .Εψαξε τους σελιδοδείκτες και παντού έβλεπε μονογράμματα του μοναστηριού . Μόνο σ’ εκείνον, που της χάρισε ο ίδιος έγραφε Μπόριανη ’65 και τα αρχικά του Κ.Φ . στην πίσω όψη .
Α, ναι , στην Μπόριανη υπηρέτησε μόλις διορίστηκε κι εκεί ένας τελειόφοιτος μαθητής της την ερωτεύτηκε . Απέκρουσε τον ερωτά του .Την πολιόρκησε . Ε ,όχι και να καταδικαστεί στο οροπέδιο , στο χωριό με τις λάσπες και να παντρευτεί έναν –κατά πέντε χρόνια –νεότερό της . Ηταν και η διαφορά επιπέδου . Η διάψευση των ονείρων της .
Την επόμενη χρονιά μετατέθηκε και απώθησε τον σκληρό , παγωμένο κόσμο της μεθορίου. Χάθηκαν έτσι κι η απόγνωση εκείνου , τα αισθήματα που δεν της ενέπνευσε , το πάθος που τον βασάνιζε και η ανταπόκριση που δεν βρήκε . Το θεώρησε μετεφηβικό καπρίτσιο, τίποτα σοβαρό , τον έσβησε από τη μνήμη της .
Κρατώντας τον σελιδοδείκτη στα χέρια της αντιλήφθηκε το τεράστιο παγόβουνο του πάθους του.
Για πρώτη φορά .
Και τελευταία .


*Δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα της Τάντας Θεοδωρίδου με τίτλο Σελιδοδείκτο -ταξιδεύοντας , εκδόσεις Εφεσος , 2007 ,που θα παρουσιασθεί στην Καβάλα στις 2 Απριλίου 2008 .