Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Συνέντευξη με τον Αλέξη Πανσέληνο

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΕΤΟΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΑΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ .

Πάντα ήθελα να συνομιλήσω με τον συγγραφέα και πεζογράφο Αλέξη Πανσέληνο , γιατί θεωρούσα πως ανήκει στην υψηλότερη κλάση της ελληνικής πεζογραφίας και έχει κατακτήσει στυλ και περιεχόμενο . Επέμεινα παλαιότερα και του οργανώσαμε ένα αφιέρωμα στο περιοδικό «Υπόστεγο» ,αλλά τότε ο , μάλλον μονήρης , συγγραφέας δεν μας επισκέφθηκε για την καθιερωμένη γνωριμία με το κοινό της Καβάλας . Είχε μόλις κυκλοφορήσει την φιλόδοξη Ζαίδα ή Καμήλα στα χιόνια και ήταν πάλι στο επίκεντρο των λογοτεχνικών συζητήσεων . Επειτα χάθηκε από το προσκήνιο για αρκετά χρόνια για να μας δώσει τον Νοέμβριο της περασμένης χρονιάς τον Κουτσό Αγγελο , ένα βιβλίο που κρίνεται , ακούγεται και ενθουσιάζει . Κυρίως όμως διαβάζεται , απολαμβάνεις την υψηλή του ποιότητα και παρ΄ όλο που τα χρώματα είναι σκούρα και απαισιόδοξα το βιβλίο σε κερδίζει σελίδα με την σελίδα ,δεν σε καταθλίβει , μια δύναμη ρέει στις σελίδες του και απεναντίας μάλιστα αποτελεί μια συνεχή κατάφαση στο μεγαλείο της ζωής και του έρωτα .
Μίλησα μαζί του μέσω του MSN messenger . Ηταν κάτι που φοβόμουν , γιατί το επιχειρούσα για πρώτη φορά . Το δίκτυο όμως αποδείχθηκε λιγότερο απρόσωπο από ότι περίμενα . Η συνέντευξη απλώθηκε , η συζήτηση ζέστανε την ψυχρότητα της απόστασης , ήταν σα να είμαστε σε καφενείο της πόλης και ακούγαμε χαμηλόφωνα τα τραγούδια του Αργύρη Μπακιρτζή με καλό μεζέ και προσεγμένο απόσταγμα . Ναι , έτσι ο Αλέξης Πανσέληνος ήταν για πρώτη φορά μαζί μου , έστω και δικτυακά και η οικειότητα που αναπτύχθηκε μας οδήγησε να μιλήσουμε στον ενικό , αν και δεν γνωριζόμαστε καθόλου . Ας μας το συγχωρήσει αυτό ο καλοπροαίρετος αναγνώστης .

Κ.X: Είναι η πρώτη φορά που θα κάνω συνέντευξη μέσω Ιντερνετ ; Λίγο κρύο.
Α.Π : Χα,χα,χα , εμένα δεν μου φαίνεται έτσι ,έχω κάνει πολύ ωραίες κουβέντες στο τσατ.
Κ.Χ: Και να φανταστείς πως είμαι στο γραφείο και απαντώ και σε επαγγελματικά τηλεφωνήματα !
Α.Π: Βλέπεις, λοιπόν; Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στην τεχνολογία, είναι σα νάμαστε σ' ένα καφενείο στην Καβάλα.
Κ.Χ: Αγαπώ την τεχνολογία , όσο κι αν με φόβιζε στην αρχή, είναι ο φόβος για όσα δεν γνωρίζουμε, αλλά γιατί μήπως και το παρελθόν το γνωρίζουμε ; Εσύ γιατί γυρίζεις τόσο συχνά στο παρελθόν , θεωρείς ότι το ξέρεις καλλίτερα ;
Α.Π: Με το παρελθόν νομίζουμε πως έχουμε κάποιες βεβαιότητες ,αλλά βέβαια δεν είναι έτσι. Νομίζουμε όμως πως το ξέρουμε και παύουμε να φοβόμαστε.
Κ.Χ: Πόσο αγώνα έκανες για να φανεί πειστικός ο Άγγελος Σωτηρίου στην μεταξική Αθήνα , την οποία περιηγείται με την ενάργεια του ξένου;
Α.Π: Πολύ μεγάλον . Είχα να παίξω με πολύ λεπτές ισορροπίες .
Κ.Χ:Ας μείνουμε εδώ . Μελέτησες ιστορία ή την μικρογραφία των ανθρωπίνων σχέσεων ;
Έχω την εντύπωση πως άνοιξες ένα σεντούκι και έβγαλες λεπτομέρειες .
Α.Π:Τι ιστορία να μελετήσω; Τα πράγματα αυτά είναι κατά κάποιο τρόπο βιωμένα. Όπως ξέρεις και εσύ ο συγγραφέας ανοίγει το σεντούκι και βγάζει λεπτομέρειες, να συνάγει εκ γνωστών περί αγνώστων
Κ.Χ:Ποιες εννοείς πολύ λεπτές ισορροπίες ;
Α.Π: Οι λεπτές ισορροπίες αφορούν τον ήρωα μου που ουσιαστικά είναι αταίριαστος με την εποχή και με τον τόπο .Έπρεπε να συγκεράσω ένα ξένο πρότυπο τον ντετέκτιβ των νουάρ με την κατοχική Αθήνα . Επειτα υπήρχαν και άλλες λεπτές ισορροπίες, δηλαδή να αποδώσω την εποχή εκείνη χωρίς το βάρος των κλασικών κατοχικών αφηγημάτων ,
αλλά και χωρίς να περάσω στην ελαφρότητα .
Κ.Χ:Ακόμη και η αναζήτηση των πτωμάτων στο νεκροτομείο έχει κάτι από τους μεγάλους δασκάλους του νουαρ θαρρώ . Ποιοι σε επηρέασαν και μεταξύ αυτών υπάρχει και κάποιος έλληνας (παρεξηγημένος ) τεχνίτης του είδους ;
Α.Π:Μία παρόμοια σκηνή, έξω όμως από το νεκροτομείο, περιγράφει ο πατέρας μου στο Τότε που ζούσαμε .
Κ.Χ: Αξεπέραστο , το διάβασα δύο φορές .
Α.Π: Χαίρομαι! Θα βρήκες και άλλα πράγματα δανεισμένα από κει .
Κ.: Μεταβιβάζεται άραγε η αφηγηματικότητα από τον πατέρα στον γιο ;
Α.Π: Καμιά φορά...
Κ.Χ: Το λέω γιατί νομίζω είναι ένα γονίδιο , αφού έχω κι εγώ έναν αφηγητή πατέρα , τέλειο ,που ζει ακόμη , δεν έγραψε ποτέ και προσπαθώ μάλλον να πω τις ιστορίες που δεν έγραψε εκείνος.
Α.Π:Ναι, το αναφέρεις και στο βιβλίο με τα διηγήματα , κάνεις καλά, να τον βάζεις να σου λέει. ­Άλλωστε προφορική δεν είναι η παράδοση της λογοτεχνίας; Αυτοί που ακούνε παραμύθια μαθαίνουν και να λένε.
Κ.Χ: Ξοδεύτηκε πολύ μελάνι αν τα πρόσωπα , οι ήρωες σου αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα, πως δήθεν Μπεράτης είναι ο φιλάσθενος Σκαλκώτας και ο Μπόντο ο Φουρτβαίγκλερ ;
Α.Π:Αυτά είναι η φυσιολογική τάση κάποιων ανθρώπων να επιδείξουν τις γνώσεις τους.
Οι μυθιστορηματικοί ήρωες είναι πρόσωπα αυθύπαρκτα και αυτοτελή.
Κ.Χ: Βεβαίως ,αλλά ο Ροϊλός θύμιζε Σολωμό και ο Περτλ τον Μότσαρτ .Οι αντιστοιχίες γίνονται συχνά φανερές , είναι κάτι που επιδιώκεις ή συμπίπτει ;
Α.Π: Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Χρησιμοποιώ ορισμένα στοιχεία που θυμίζουν πρόσωπα, αλλά δεν βιογραφώ, προς θεού, υπαρκτούς καλλιτέχνες. Ο Ζαν Κριστόφ του Ρολλάν είναι ο Μπετόβεν; Ο Λέβερκυν του Μαν είναι ο Μπουζόνι;
Κ.Χ: ­Αντλείς παραδείγματα ηρώων από την πινακοθήκη της τέχνης . Στις Βραδιές μπαλέτου ήταν χορευτές , στην Ζαίδα μουσικός και ποιητής , εδώ μουσικοί , αλήθεια είναι οι καλλιτέχνες παραδείγματα που πρέπει να σώζονται από τους αγγέλους ; Είναι θεϊκό το έργο τους και πρέπει να προστατεύεται ;
Α.Π:Χαχαχα . Στον Κουτσό Άγγελο υπάρχει μια πολύ ειρωνική αντιμετώπιση αυτού του ερωτήματος, νομίζω. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αυτό πιστεύουν, πάντως. Γενικά μου κάνει εντύπωση πόσο πολύ διαφεύγει από την κριτική μας η ειρωνική διάσταση των πραγμάτων .Διαβάζω για το βιβλίο μου και θαρρώ πως πρόκειται για άλλο. Αναρωτιέμαι: Δεν βρέθηκε ούτε ένας απ' αυτούς να γελάσει με μερικές σκηνές;Ελπίζω πως εσύ γέλασες.
Κ.Χ: ­Ο τόνος που αντιμετωπίζεις τον αναχρονιστικό Μπόντο είναι σίγουρα ειρωνικός . Νάναι και τυχαίο που δεν ανταποκρίνεται στο σεξ και μόνο χαϊδεύει . Αλλά απέναντι στον Μπεράτη όλοι έχουν ένα δέος θαρρώ .
Α.Π:Δεν φταίω εγώ. Είμαι εξίσου ειρωνικός κι απέναντι του. Αλλά για κανέναν τους δεν είμαι μόνο ειρωνικός.
Κ.Χ: Σε απασχολεί η συνομιλία της καθυστερημένης ελληνικής κουλτούρας με την κυρίαρχη γερμανική και κατ' επέκταση την ευρωπαϊκή . Θα συνομιλήσουμε άραγε ποτέ ισότιμα ;
Α.Π: Δεν με απασχολεί, και έχω πάψει να θεωρώ τόσο καθυστερημένη την κουλτούρα μας, όσο παλιά. Όλη η Γερμανία σήμερα διαβάζει Χάρυ Πόττερ, κανέναν από τους κλασικούς τους και ελάχιστους από τους πιο μοντέρνους. Όταν δεις τι βιβλία κυκλοφορούν και σπάνε τα ταμεία στη Γερμανία, θ' αναθεωρήσεις τουλάχιστον την άποψη πως εμείς είμαστε πιο καθυστερημένοι απ' αυτούς στην κουλτούρα μας.
Αλλού πάσχουμε, αλλά εκεί άρχισαν να πάσχουν κι αυτοί. Στην παιδεία, π.χ.
Οι δομές μας είναι πιο σαθρές. Αλλά η κουλτούρα μας γενικά δεν θα έλεγα πως είναι πιο καθυστερημένη. Σίγουρα είναι διαφορετική σε πολλά σημεία. Αυτό δεν την κάνει υποδεέστερη αυτόχρημα.
Κ.Χ: Βλέπεις την Ευρώπη να παρακμάζει πολιτιστικά και η παρακαταθήκη της κουλτούρας της να είναι τόσο νεκρή ; Τότε γιατί συνεχίζεις κι εσύ;
Α.Π: Δεν θα έλεγα ότι παρακμάζει πολιτιστικά. Σίγουρα περνά μια πολύ βαθιά κρίση .
Η τεχνολογία έχει πάρει το πάνω χέρι και η εικόνα αντικαθιστά τον λόγο.
Αυτό σημαίνει κάποιον υποβιβασμό της "σκέψης" ίσως. Αλλά είμαι βέβαιος πως θα καταφέρει να ξαναβρεί τις ισορροπίες της η Ευρώπη. Είναι πολύ παλιά η κουλτούρα της (μας) για να χαθεί τόσο εύκολα. Κι αν συνεχίζω να γράφω (υποθέτοντας πως το να συνεχίζω κάτι κάνει) ας πούμε ότι το κάνω ακριβώς για να υποστηρίξω τις αξίες που αγαπώ .
Κ.Χ:Γράφεις σαν το Σολ με την κάλτσα στο κεφάλι , χωρίς να ξεχωρίζεις τις λέξεις και τα γράμματα σαν να είναι όλα μεσ’ την ομίχλη ;
Α.Π:Όχι, κάθε άλλο. Η Ευρώπη είναι μεσ’ την ομίχλη .Νομίζω πως περνάμε μια μετάβαση πολύ ριζική, σε όλα τα πράγματα.
Κ.Χ:Κι εσύ τελειώνεις με το ηλιόλουστο ελληνικό νησί τον Κουτσό Άγγελο , όπου όλα μεμιάς διαλύονται και το νουάρ εξηγείται ξεκάθαρα.
Α.Π:Happy end , είπαμε .
Κ.Χ:Ας μιλήσουμε για τις αξίες που αγαπάς και από τι απειλούνται σήμερα ,από τι προσπαθείς να τις προφυλάξεις ;
Α.Π:Μίλησα για την παιδεία πιο πριν. Εδώ υπάρχει ένα σοβαρό θέμα. Η υποβάθμιση- των κλασικών σπουδών ,είναι κάτι που υπαγορεύει η τεχνολογική εξέλιξη υποτίθεται . Αν θέλουμε ανθρώπους που σκέφτονται, χρειαζόμαστε ανθρώπους που να διαβάζουν βιβλία , να βλέπουν ζωγραφική, ν' ακούνε μουσική .Είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα ολόκληρη σ' αυτά .Διαβλέπω μια τάση επίσης στην πολιτική οργάνωση των κοινωνιών μας προς ένα είδος δημοκρατικού ολοκληρωτισμού , υπερτονίζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κοινωνίες που αυτά σπανίως θίγονταν για να προωθήσουμε την εξατομίκευση και την απομόνωση των ατόμων .Σε άλλα μέρη του κόσμου μιλάμε για τα ίδια δικαιώματα έχοντας το μάτι μας στραμμένο σε τι μπορούμε να τους πουλήσουμε ,αγνοώντας βασικούς όρους της κοινωνικής τους και της πολιτισμικής τους οργάνωσης . Πρέπει να έχει κανείς ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά του και να μην παρασύρεται από τα εύκολα συνθήματα αυτού του τύπου.
Κ.Χ: Οι ήρωες σου προσπαθούν να απαρνηθούν την ταπεινή τους μοίρα , να ξεφύγουν από το πεπρωμένο , να γίνουν άλλοι από αυτό που είναι ; Είναι αυτό μια μορφή επανάστασης ;
Α.Π:Για ποιους μιλάς ακριβώς;
Κ.Χ:Έχω την εντύπωση πως από την Μεγάλη πομπή μέχρι τον Κουτσό Άγγελο υπάρχουν ήρωες σου που αρνούνται αυτό που είναι και οδεύουν σε κάτι που δεν είναι μπορούν να είναι .
Α.Π:Ναι, ίσως. Αλλά αυτό δεν είναι επανάσταση. Μάλλον για ηττημένους εξαρχής ανθρώπους μιλάω.
Κ.Χ:Είσαι ο αντίποδας του Αλέξανδρου Κοτζιά ;
Α.Π: Δεν μοιάζουμε καθόλου νομίζω. Ο Κοτζιάς είναι πιο συναισθηματικός από μένα, εγώ είμαι πιο λογοκρατούμενος. Και πιο αισιόδοξος ίσως. Ή τουλάχιστον πιο πρόθυμος να χαμογελάσω.
Κ.Χ: Ως προς την αφηγηματικότητα ναι. Αλλά όπως αυτός επιμένει στους δεξιούς ήρωες ,εσύ επιμένεις στους αριστερούς ,αλλά σας συνδέει και το γεγονός πως επιμένετε σε ίδιες περιόδους της ιστορίας μας που μας χάραξαν .
Α.Π:Ναι, αυτό είναι σωστό και είναι ένας συγγραφέας που σέβομαι απόλυτα, γιατί υπέταξε την τέχνη του σ' αυτό που ήθελε εξάπαντος να επισημάνει.
Κ.Χ:Μιλάς για τους αριστερούς επειδή σαν ηττημένοι είναι πιο μυθιστορηματικοί ή για κάποιον άλλο λόγο;
Α.Π:Τους ξέρω καλύτερα. Οι δικοί μου ήταν αριστεροί. Έπειτα μ' αρέσει να μπορώ να ταυτιστώ με τους ήρωες μου.
Κ.Χ:Από ποια λεπτομέρεια τους ανακαλείς , ποια είναι η μαντλέν σου ;
Α.Π:Κάθε φορά είναι και άλλη. Αλλά πάντα υπάρχει μια μαντλέν. Στον Κουτσό Άγγελο ήταν μια φωτογραφία, στη Μεγάλη Πομπή ήταν μια βόλτα στο ρέμα της Πικροδάφνης, και στις Ιστορίες με σκύλους βέβαια ήταν μια αγέλη αδέσποτων, στις Βραδιές Μπαλέτου ήταν μια παρέα γέρων που με προσπέρασαν με το αυτοκίνητο
τους .
Κ.Χ: Θυμάμαι τα μεγάλα παπούτσια του ενός γέροντα και πόσο εντύπωση μου έκαναν .
Α.Π: Το έχω ξεχάσει αυτό! Ναι;
Κ.Χ:Γιατί κι εμένα ένας ήρωας μου με επισκέφθηκε από τα χειροποίητα σκαρπίνια του να κάνουν θόρυβο σε ξύλινα πατώματα.
Α.Π: Βλέπεις;
Κ.Χ:Εξήγησες τι σχέση σου με την μουσική , την κλασική ιδίως , πόσο σε επηρέασε στην γραφή και την δομή της ;
Α.Π: Φαίνεται πως ναι, έχει γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά δεν ξέρω σε ποιο βαθμό. Σίγουρα η φόρμα είναι έντονη στη μουσική. Αλλά μ' απασχολεί πάντα και η μουσική της γλώσσας.
Ο πατέρας μου μού έμαθε πολλά πάνω σ' αυτό, κι ας μην είχε καμία σχέση με τη μουσική.
Μου έλεγε πως σε μια σελίδα δεν πρέπει να υπάρχει δυο φορές η ίδια λέξη. Υπερβολή βέβαια, αλλά οι υπερβολές κάτι δείχνουν, κάτι θέλουν να πούνε.
Κ.Χ: Ο πατέρας σου τι στρωτά και στρογγυλά έγραφε , κρίμα που δεν άφησε περισσότερα
Α.Π:Ναι είναι κρίμα. Ήταν περισσότερο δοσμένος στο λόγο, δηλαδή στην κουβέντα, στη συζήτηση και στην προφορική αφήγηση και κακά τα ψέματα, είχε και βιοπάλη σαν δικηγόρος. Τι να προλάβεις;
Κ.Χ: Πόσο δύσκολο σήμερα είναι να απολαμβάνεις παρόμοια ελληνικά . Αλλά και η κριτική υποτιμά την αφηγηματικότητα , το κείμενο που ρέει , προβάλλει ατυχή παραδείγματα , δήθεν πρωτοπορίας . Στέκεται ένοχα απέναντι στην στρωτή αφήγηση. Α.Π: Ναι.
Κ.Χ:Κι εσύ άντεξες να υπηρετείς για χρόνια δύο κυρίους . Τι σου προκάλεσε αυτό ;
Α.Π: Χμ . Και καλό και κακό, καλό είναι να έχεις μια άμεση επαφή με τη ζωή και τους ανθρώπους . Αναγκάζεσαι όμως να θυσιάζεις όλες τις υπόλοιπες ώρες σου για το γράψιμο. Αμέτρητα ξενύχτια. Είμαι και τώρα ακόμα συγγραφέας της νύχτας. Μου έμεινε από τότε.
Κ.Χ: Και υπάρχουν ορισμένοι που ισχυρίζονται πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να αφιερώνει όλη τη δημιουργική μέρα στην γραφή και την τέχνη. Γιατί καταστρέφεται . Δεν το βρίσκεις πολύ αστικό αυτό ;
Α.Π:Δεν ξέρω. Αυτά είναι περιπτωσιολογία. Ο καθένας περιγράφει τις συνήθειες του σαν να είναι maxima για όλους. Και όταν δεν γράφεις, πάλι εκεί γυρίζει ο νους σου. Φυσικά μπορεί να χάσεις και καμιά προθεσμία στο δικαστήριο.
K.X: Συγγραφέας Full time ή part time ;
A..Π: Full time . Θες δε θες . Αλλιώς, αν δηλαδή είσαι part time , αλλά στ' αλήθεια full time , τότε δεν είσαι συγγραφέας.
K.X: Πόσο χρόνο απαιτεί το χτίσιμο ενός μυθιστορήματος και πόσες φορές το γράφεις; Ο Τολστόι έγραψε δέκα φορές το Πόλεμος και Ειρήνη ;
Α.Π: Εγώ θέλω το λιγότερο τρία χρόνια. Η Ζαΐδα πήρε τέσσερα.
Κ.Χ: Παίρνεις από άλλους συγγραφείς , τι ακριβώς αρπάζεις ;
Α.Π: Οι συγγραφείς συχνά φέρνονται ως αρπακτικά. Έχω κι εγώ έναν φίλο που τον καταληστεύω. Κι ο Τόμας Μάν είναι διάσημος για αυτή του τη συνήθεια. Και παρηγοριέμαι έτσι.
Κ.Χ:Ποιόν καταληστεύεις ;
Α.Π:Έναν παιδικό μου φίλο.
Κ.Χ: Πως στο επιτρέπει ;
Α.Π:Υπάρχει ένα διαρκές δούναι-λαβείν μεταξύ μας, εδώ και 50 χρόνια περίπου. Δεν είναι συγγραφέας, ο χριστιανός. Είναι φιλόσοφος και ιστορικός Και δεν κλέβω βασικές ιδέες, μόνο κάποιες διατυπώσεις , συχνά όμως .
Κ.Χ: Ο συγγραφέας είναι για να γράφει. Η σιωπή είναι πυρετός δημιουργίας .Αλήθεια όταν γράφεις διαβάζεις γραπτά άλλων ;
Α.Π:Ναι, δεν σταματάω να διαβάζω. Απλώς περιορίζω τον κύκλο των αναγνώσεών μου σε βιβλία που μου είναι αγαπητά και μου μαθαίνουν πράγματα .
Κ.Χ : Ξεκινάς πια να διαβάσεις προγραμματικά συγγραφείς που αλλάζουν την εικόνα, που έχουμε για τον κόσμο ή βουτάς σε ό,τι μοιάζει ενδιαφέρον ;
Α.Π: Μάλλον πάω στα σίγουρα. Ξαναπιάνω βιβλία που μου αρέσουν, βιβλία που αγαπώ, ή που είμαι σίγουρος γι' αυτά, κατά κάποιο τρόπο, έχω ακούσει ή ξέρω πως είναι καλά, είναι ένα είδος μαθητείας ,ας πούμε.
Κ.Χ:Ο συγγραφέας εκκινεί από την αφετηρία πως δεν του αρέσει η εποχή του και πως πρέπει να την αναπλάσει καλλίτερη μέσα από την ίαση της γραφής του ;
Α.Π: Δεν θα το έθετα έτσι. Η εποχή , που ζούμε μας αρέσει, νομίζω, πάντα. Δεν ξέρουμε και καμιάν άλλη δα. Μες απ' αυτήν βλέπουμε τις άλλες. Αλλά αυτή έχουμε, είναι σαν τη ζωή μας την ίδια. Δεν μπορείς να πεις πως δεν αγαπάς τη ζωή σου. Την αγαπάς. Άλλο αν την βλέπεις κριτικά. Αντιμετωπίζεις τα προβλήματά της και προσπαθείς να βρεις αναλογίες σε παλιότερες για να βγάλεις συμπεράσματα πιο ασφαλή. Εγώ έτσι πάντως λειτουργώ σε σχέση με τις παλιότερες εποχές. Αλλά η εποχή μου είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο.
Κ.Χ: Ολες οι προσπάθειες γίνονται για να κατανοήσει ο συγγραφέας καλλίτερα την εποχή του και η φυγή στο παρελθόν και η φυγή στο μέλλον ;
Α.Π:Ναι, έτσι ακριβώς.
Κ.χ: Πως θα ανακαλύψει τον αέρα που έχει και δεν φαίνεται την βαθύτερη ουσία της ;
Α.Π : Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με την αίσθηση της ζωής που έχει ο καθένας μας.
Κ.Χ:Σε τι διαφέρει η εποχή μας από τις παλαιότερες , τι καινούριο κομίζει , ποια νέα ματιά ;
Α.Π: Είναι δύσκολο το θέμα. Δεν είμαστε πάντα σε θέση να αποτιμήσουμε την εποχή που ζούμε. Ότι υπάρχει γύρω μας είναι κατά κάποιο τρόπο δεδομένο. Αλλά διαφορές υπάρχουν αμέτρητες. Και σίγουρα το πιο ενδιαφέρον νομίζω είναι να βρει κανείς τις ομοιότητες, παρά τις διαφορές. Ποια πράγματα αλλάζουν δυσκολότερα ή καθόλου, ας πούμε.
Κ.Χ:Ας υποθέσουμε ότι χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η ανατροπή . Ποιο εύκολα οι άνθρωποι ανατρέπουν του εφησυχασμούς τους .
Α.Π:Ας υποθέσουμε. Αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Οι ανατροπές έχω την εντύπωση ότι χαρακτήρισαν περισσότερο τον αιώνα που έκλεισε. Ο νέος μοιάζει να ξεκινά με λιγότερες, δηλαδή με μια μικρότερη τάση των ανθρώπων για ανατροπές. Βλέπω μια τάση στην παραδοχή δυνάμεων πολύ ανώτερων απ' τις ατομικές, που κυριαρχούν και καθορίζουν τους όρους της ζωής μας. Γινόμαστε πιο συμβατικοί και λιγότερο ανατροπείς.
Κ.Χ :Κι όμως οι δικοί σου ήρωες έκαναν την επανάστασή τους και απέκλιναν ακόμη και σεξουαλικά , αντιμετωπίζεις την απόκλιση ως ένα είδος επανάστασης ή ανατροπής που απελευθερώνει ;
Α.Π: Ναι. Αλλά σου θυμίζω πως οι ήρωές μου είναι οι περισσότεροι εξαρχής νικημένοι. Αυτό είναι ένα σχόλιο.
Κ.Χ: Στον ηττημένο δεν μένει ούτε η ελπίδα της ανατροπής μέσα από το σεξ ;
Α.Π:Μένει. Αλλά έχω την εντύπωση ότι το σεξ είναι μια υπερτιμημένη υπόθεση. Μπορεί να γίνει εύκολα καταφύγιο.
Κ.Χ: Με ποιες συνέπειες ;
Α.Π: Με συνέπεια ίσως να φανταζόμαστε πως ανατρέπουμε πράγματα ενώ κατ' ουσίαν μπαίνουμε σ' ένα φανταστικό σύμπαν δικό μας και εκεί γκετοποιούμαστε.
Κ.Χ.:Οι ερωτευμένοι δεν κοιτούν παρά μόνο την πάρτη τους .
Α.Π:Σωστά.
Κ.Χ: Ξόφλησε για σένα ο Φρόιντ δηλαδή.
Α.Π: Α, όχι. Δεν μπορώ να το πω. Αν κάτι ξόφλησε δεν είναι ο Φρόιντ. Το θέμα έχει κι αυτό εμπορευματοποιηθεί. Καταφεύγουμε στις εύκολες λύσεις .Ο έρωτας βοηθά να γινόμαστε άνθρωποι. Οξύνει τις αισθήσεις μας και μας δίνει μια προοπτική των πραγμάτων πιο ουσιαστική. Αλλά κι αυτός έχει υπαχθεί στα προϊόντα του σούπερ μάρκετ για τους περισσότερους. Έπειτα υπάρχουν εποχές στη ζωή μας, δεν περνάμε όλη μας τη ζωή μες στον έρωτα. Περνάμε σίγουρα το πιο δυναμικό της μέρος.
Κ.Χ:Στον Κουτσό Αγγελο η αστική τάξη μοιχεύεται , η μικροαστική εκπορνεύεται και μόνο η εργατική ,αλλά και η απελπισμένη συλλαμβάνει το μεγαλείο του έρωτα . Είναι ο έρωτας ταξικός ;
Α.Π:Έτσι όπως το διατυπώνεις ακούγεται πολύ σχηματικό. Δεν είναι έτσι. Ο έρωτας δεν είναι ταξικός. Αλλά συχνά οι τάξεις τον προσδιορίζουν δεσμευτικά και του κόβουν τα φτερά του.
Κ.Χ: Σήμερα με την τεχνολογία στο φουλ και την καλωδίωση χάνει και το πρόσωπό σου , ποιο μέλλον μπορεί να έχει ;
Α.Π: Η τεχνολογία είναι το δεκανίκι των ανάπηρων, των απόμαχων. Το πραγματικό πεδίο του έρωτα εξακολουθεί να βρίσκεται έξω απ' αυτήν. Οι νέοι δεν ερωτεύονται στο
ίντερνετ. Ερωτεύονται στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στις παμπ, όπως και οι παλιότεροι. Ερωτεύονται σώματα.
Κ.Χ: Σε κατηγόρησαν στο παρελθόν για απαισιόδοξη οπτική .Εγώ δεν την βλέπω .
Α.Π:Ούτε κι εγώ. Είμαι αισιόδοξος .Το να είσαι αισιόδοξος δεν σημαίνει πως είσαι και τυφλός. Αυτοί που με κατηγορούν είναι απαισιόδοξοι, που φαντάζονται πως φτάνει να το θέλουμε μόνο κι όλα μπορούν να φτιάξουν.
Κ.Χ: Ανέπτυξέ το λίγο ακόμη .
Α.Π:Η αισιοδοξία κατά βάθος είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπεις τη ζωή γύρω σου.
Είναι το αν πιστεύεις πως τα πράγματα μπορούν να φτιάξουν ,αν αναλάβεις τις ευθύνες τους και προσπαθήσεις, αν αγωνιστείς για τη ζωή και τους άλλους, γι' αυτά που πιστεύεις. Αν κατανοείς πως η ατομική ευτυχία δεν έχει νόημα. Όπως στον έρωτα
που δεν φτάνει η δική σου ικανοποίηση , αλλά πρέπει να ικανοποιείται κι ο αγαπημένος σου. Ετσι και για την κοινωνική ευτυχία πρέπει να προσπαθείς να γίνουν κι οι άλλοι
ευτυχισμένοι, όχι μόνον εσύ. Μόνον όταν μοιράζεται η ευτυχία υπάρχει πραγματικά.
Κ.Χ: Μ΄ αρέσει που αρνείσαι το ατομικό χωρίς να συνθηματολογείς .
Α.Π: Σκέφτομαι καμιά φορά πως το να είσαι αριστερός είναι η πιο αριστοκρατική στάση ζωής που υπάρχει. Γιατί συχνά μπορεί να πηγαίνει κόντρα στο ατομικό σου συμφέρον η πολιτική σου επιλογή. Αλλά το να βάζεις σε δεύτερη μοίρα το ατομικό σου συμφέρον είναι χαρακτηριστικό μόνο των αληθινών αριστοκρατών.
Κ.Χ: Κράτησα μια σύστασή σου , παλαιότερα , πως οι νέοι συγγραφείς πρέπει να θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη και να μην φοβούνται την συντριβή .
Α.Π:Ναι, ισχύει και για τους λιγότερο νέους αυτό. Έχει την έννοια πως αν δεν έχεις πρώτα συλλάβει το μεγαλείο της τέχνης σου και το απρόσιτο στοιχείο της, , αν δεν έχεις πρώτα συλλάβει την δική σου αδυναμία μπροστά της και δεν έχεις τη φιλοδοξία να κάνεις κάτι σπουδαίο δεν αξίζει ν' ασχολείσαι με την τέχνη. Ας νικηθείς, ας αποτύχεις. Αλλά πρέπει να προσπαθήσεις. Τα μεγαλύτερα έργα της τέχνης στην εποχή τους θεωρήθηκαν αποτυχίες. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε αποτυχία είναι αριστούργημα βέβαια.Χρειάζεται κριτήρια ο καλλιτέχνης. Κι αυτά τα αποκτά μαθητεύοντας στα υψηλότερα επίπεδα της τέχνης του, στους μεγάλους δασκάλους της.
Κ.Χ:Αισθάνθηκες ποτέ πως αποτυγχάνεις και πως αυτή η αποτυχία σου κόβει το συγγραφικό σου μέλλον ;
Α.Π:Εχω πάντα το αίσθημα πως έχω αποτύχει ,αλλά ξέρω πως προσπάθησα και λέω πως θα ξαναπροσπαθήσω γι' αυτό και συνεχίζω να γράφω. Ποτέ το τελειωμένο βιβλίο δεν έχει καταφέρει αυτό που ήθελες να κάνεις αρχίζοντάς το.
Κ.Χ: Ποια είναι η κινητήρια δύναμη γι ' αυτό , μήπως η αίσθηση πως είσαι συγγραφέας ;
Α.Π: Η κινητήρια δύναμη είναι πως δεν μπορείς να ζήσεις αν δεν γράφεις. Και νομίζω πως αν κανείς μπορεί να ζήσει χωρίς να γράφει, είναι καλύτερα να μη γράφει.
Κ.Χ: Εννοώ για την προσπάθεια ξανά και ξανά και το να μην εγκαταλείπεις .
Α.Π: Ναι, η απάντηση είναι η ίδια.
Κ.Χ: Δε μοιάζει αυτό πολύ συγγραφικό-συντεχνιακό ; Η γραφή δεν είναι κάτι σαν το οξυγόνο και το φαγητό . Εννοώ πως είναι δυνατό να γίνει απαραίτητο κάτι που σε βασανίζει και σε καίει.
Α.Π: Είναι πιο κυρίαρχο το συναίσθημα της απόλαυσης και της αναψυχής, το γράψιμο.
Στο γράψιμο όσο γράφεις όλα παν καλά. Όταν ανάμεσα σε δυο βιβλία περνώ την συνήθη κρίση κατάθλιψης που με καταλαμβάνει τότε βασανίζομαι και καίγομαι ίσαμε να ξαναβρώ το κουράγιο ή την διάθεση, αν θες, να ξαναπιάσω γράψιμο. Τότε περνώ κάτι σαν ασφυξία. Όταν ξαναρχίσω να γράφω όλα μου περνάνε.
Κ.Χ: Τι μεσολάβησε και από την απόλυτη φιλοδοξία τώρα συστήνεις "να επιλέγετε θέματα που μπορείτε να χειριστείτε -όρος απαράβατος για να ξεδιπλωθούν και να λειτουργήσουν οι δυνατότητές σας" ; Δηλαδή οι κυρίες να γράφουν μόνο ροζ ;
Α.Π: Πρώτ' απ' όλα να διακρίνουμε, αν γίνεται. Αυτή δεν είναι μια φράση δική μου, αλλά του επιστολογράφου μου στο κείμενο που έγραψα στην Ελευθεροτυπία γα τον Σταντάλ . Αν καταλαβαίνω καλά την έννοιά της, είναι πως ο καθένας μας έχει ένα συγκεκριμένο κύκλο ιδεών, βιωμάτων και δυνατοτήτων .Πρέπει κάποια στιγμή ο καλλιτέχνης να φτάσει να συλλάβει πολύ ξεκάθαρα ποια είναι αυτά. Είναι μια απαραίτητη αυτογνωσία που αφορά τις δυνατότητές σου.
Κ.Χ: Τι βοηθάει τον καλλιτέχνη για να τα συλλάβει ξεκάθαρα ;
Α.Π: Η απόλυτη φιλοδοξία που ανέφερες , αφορά το πού ακριβώς μπορείς να οδηγήσεις την τέχνη σου μεσ' απ' όλ' αυτά τα στοιχεία που διαθέτεις ο ίδιος. Δεν έχει καμιά σχέση το ένα με το άλλο. Ο καλλιτέχνης εκτός από την ικανότητά του να εκφράζεται διαθέτει και ένα κριτικό πνεύμα ,που του επιτρέπει να αποτιμά τα έργα των άλλων και τα δικά του επίσης. Είναι μια διαδικασία ωρίμανσης που έρχεται δύσκολα, για πολλούς δεν έρχεται ποτέ, αλλά είναι απαραίτητη.
Κ.Χ. Η αποδοχή του κοινού διευρύνει δυνατότητες και ικανότητες , η αίσθηση του να έχεις ένα ακροατήριο , που σε παρακολουθεί ;
Α.Π:Παίζει ρόλο, ναι. Αλλά πάντα υποθέτεις πως το κοινό διαθέτει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το κοινό είναι μια υπόθεση.
Χρειάζεται η αίσθηση πως σε παρακολουθούν, σε διαβάζουν, σε βλέπουν, σε ακούνε.
Σου προσφέρει τα κριτήρια που χρειάζεσαι πιο ευχερώς. Αλλά τα κριτήρια κατά βάσιν από μέσα σου προέρχονται. Απλώς η αίσθηση του κοινού τα ξυπνά μέσα σου πιο έντονα.
Κ.Χ: Από την αρχή είχα την αίσθηση πως απευθυνόσουν ή ήθελες να απευθύνεσαι σε ένα μεγαλύτερο κοινό ,από το Ελληνικό .
Α.Π:Μα γι' αυτό σου είπα πως το κοινό τελικά είναι μια "υπόθεση" του καλλιτέχνη. Υποθέτεις το κοινό όταν γράφεις, συνθέτεις, ζωγραφίζεις.
Κ.Χ. Αυτό ήταν που εύρισκα ενδιαφέρον για σένα , που δεν ήσουν τόσο Ελληνας .
Α.Π:Ναι , το ξανάκουσα αυτό. Μου είπαν πρόσφατα πως κανένα από τα βιβλία μου δεν αναφέρεται ευθέως σε ελληνικό βιβλίο. Αναφέρεται, με την έννοια να μοιάζει ή να δείχνει πως συνεχίζει κάτι.
Κ.Χ:Γιατί έχω την αίσθηση πως το επόμενο βιβλίο σου μπορεί να είναι επιστημονικής φαντασίας;
Α.Π: Χαχαχα ,κοντά έπεσες ,αλλά θα είναι "ιστορικής" φαντασίας μάλλον.
Κ.Χ.: Μάλλον σε διάβασα αρκετά ;
Α.Π: Έτσι φαίνεται. Αν και οι κοντινοί μου άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν το αίσθημα πως με ξέρουν λιγότερο.
Κ.Χ: Ο συγγραφέας έχει μάτια και συλλαμβάνει την μυθοπλασία , η οποία δεν απέχει πόρρω από την πραγματικότητα .
Α.Π: Ναι, συμφωνώ απόλυτα .Κάνει μύθο την πραγματικότητα ο συγγραφέας.
Σκεφτόμουν αυτό τον καιρό ,γιατί δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα το μυθιστόρημα στον τόπο μας.
Και μάλλον καταλήγω στην άποψη πως διαθέτουμε και μυθολογία και ιστορία, τόσες και τέτοιες,
που σα να μη μας χρειάζεται και πολύ το μυθιστόρημα, των Ελλήνων.
Κ.Χ:Μου έχει συμβεί να φανταστώ τους πραγματικούς ήρωες , όπως ήταν χωρίς να έχω στοιχεία για την εμφάνισή τους , όταν το διασταύρωσα ανατρίχιασα.
Α.Π:Για ποιους ήρωες μιλάς;
Κ.Χ: Δικούς μου αυτή τη φορά .
Α.Π:Α, μάλιστα είδες; Είναι περίεργο. Ίσως αυτό να είναι το στοιχείο του οραματιστή που έχει ο συγγραφέας. Μια παλιά μου φίλη, ποιήτρια η ίδια, έλεγε πως ο συγγραφέας είναι εν ταυτώ "δύτης" και "οραματιστής".
Κ.Χ: Διαβάζοντας το βιβλίο μαρτυρία του Τζανακάρη για τους ληστές επαληθεύω αυτό που λες ,αλλά και εγώ ασχολούμαι με μια πολύ αιματηρή εποχή -τραύμα που μένει εν πολλοίς άγνωστη. Με τόσο αίμα τί να πρωτοπείς πια .
Α.Π: Κι όμως, είχαμε καθήκον να έχουμε γράψει γι' αυτά τα πράγματα. Λαοί με πολύ "μικρότερη" ιστορία από τη δικιά μας, το έκαναν. Εμείς έχουμε ζήσει τρομαχτικά πράγματα ,που θα μπορούσαν να έχουν πυροδοτήσει χιλιάδες «Πόλεμος και Ειρήνη» ,χιλιάδες «Δον Κιχώτες» ,χιλιάδες «Άμλετ» και σωπαίνουμε.
Κ.Χ:Η σιωπή επιβλήθηκε σε κάποιες γενιές . Η λήθη , η διάθεση να μην ξύνουμε πληγές . Μόνο οι νεότεροι δεν έχουν ταμπού και μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα .
Α.Π: Έτσι είναι. Άλλωστε το φρέσκο βίωμα δεν προσφέρεται και για καλλιτεχνική αποτίμηση. Πρέπει να υπάρξει απόσταση. Γιατί το βλέμμα του καλλιτέχνη πρέπει να είναι "ψυχρό" απέναντι στα γεγονότα για να είναι δίκαιο. Αλλιώς κάνεις πολιτική μπροσούρα. Πρέπει να είσαι σε θέση να δεις το δίκαιο και το άδικο όλων.
Κ.χ:Φοβάμαι όμως να μην περιπέσουν όλα αυτά στην ηθογραφία . Τι ρετσινιά κι αυτή.
Α.Π:Όχι ηθογραφία. Η ηθογραφία είναι γραφικότητα. Όχι γραφικότητα. Περιγραφή. Η περιγραφή θέλει βάθος. Πρέπει να έχεις την αίσθηση πως μέσα σε κάθε άγγελο υπάρχει ένας δαίμονας
και μέσα σε κάθε δαίμονα ένας άγγελος. Πως κανείς δεν είναι μόνο κακός ή μόνο καλός
και πως και οι πιο αγαθοί άνθρωποι από μας μπορούν να πληγώσουνανεπανόρθωτα κάποιους άλλους, και το έχουν κάνει.
Κ.Χ: Τί εύκολα ξεμπερδεύεις την φράση " είναι ηθογραφία".
Α.Π:Πολύ εύκολα. Ο χειρότερος και πιο ανηλεής κριτικός σου είσαι εσύ ο ίδιος.
Να ακούς τον κριτικό που έχεις μέσα σου. Μόνο αυτός είναι αλάθητος.

Συνέντευξη με τη Ρέα Γαλανάκη

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

«Οι περιφέρειες της Ελλάδας έχουν ισχυρές μυθολογίες και ισχυρά φαντάσματα».

Μια συνομιλία με τον Κοσμά Χαρπαντίδη .

Το μυστήριο του βορειοελλαδικού χώρου με το λυμένο , το γονατισμένο του φως και τις ομίχλες αναδίνεται με ηρεμία στην πεδιάδα των Φιλίππων . « Η υγρασία του Ταρκόφσκι παρούσα» επισημαίνει η Ρέα Γαλανάκη , που επισκέπτεται πρώτη φορά το τοπίο « αυτή η υγρασία που σε συνδέει με έναν ευρύτερο χώρο με την Ευρώπη , την φύση των Βαλκανίων» συνεχίζει καθώς περπατούμε στα ίχνη της Λυδίας και του Παύλου ,ενώ το Παγγαίο και η λάσπη των Φιλίππων χάνονται στο σύθαμπο. Αρχίσαμε την επαφή μας με ιστορία και μείναμε σε αυτήν . Από την ξενάγηση του Ιμαρέτ και της Παλιάς Μουσικής μέχρι και των υπολοίπων Οθωμανικών ιχνών της πόλης ,από τους ήρωες της συγγραφέως μας μέχρι τα σημάδια του παρελθόντος . Η συζήτηση διανθίστηκε και με αναφορές στο σήμερα αφού η Ρέα Γαλανάκη δηλώνει πάντα παρούσα και με μια συνείδηση σε εγρήγορση , πάντα ετοιμοπόλεμη και αγωνιστική .
Μιλήσαμε πολύ κι όσα ακολουθούν είναι ένα μέρος μόνο. Οσο διαρκούσε η κουβέντα σχημάτισα την εντύπωση πως η Γαλανάκη έχει μπροστά της ακόμη πολύ δρόμο , πολύ πυκνότητα μέσα της και πως θα μας δώσει στο μέλλον κι άλλα δείγματα της υπέροχης γραφής της .

Κ.Χ. Αρχίσατε να γράφετε ιστορικό μυθιστόρημα σε μια εποχή, που αυτό ήταν σχετικά ανυπόληπτο .Κανείς από την γενιά της μεταπολίτευσης δεν τόλμησε να συναντηθεί μαζί του . Το είδος φάνταζε σαν μουσειακό είδος .
Ρ.Γ. Πιο πολύ με επηρέασε για να ασχοληθώ με το ιστορικό μυθιστόρημα η ιστορική αίσθηση του Καβάφη ,παρά το ιστορικό ελληνικό μυθιστόρημα αυτό καθ’ εαυτό . Δεν μελέτησα το ιστορικό μυθιστόρημα της γενιάς του 30 .Πιο πολύ με επηρέασε και τόνωσε την αίσθησή μου για την ιστορία το μυθιστόρημα «Τα απομνημονεύματα του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γκιουρσενάρ.
Κ.Χ. Θα μπορούσε να διακρίνει ίχνη της στο στυλ σας και τον λόγο σας .
Ρ.Γ. Πιθανώς στην επεξεργασία του λόγου και η οποία ταίριαζε και με το θέμα . Στην δική μου περίπτωση με τον βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά ο δικός μου ,επεξεργασμένος και αυστηρός θα έλεγα παράλληλα λόγος , ταίριαζε με το θέμα ,που ήταν μπαρόκ. Δηλαδή απαιτούσε το θέμα ένα κεκοσμημένο λόγο που θα ταίριαζε με τον αντίστοιχο της Γκιουρσενάρ.
Κ.Χ. Και με το πρώτο σας μυθιστόρημα καταφέρνετε να κάνετε αίσθηση και να κριθείτε θετικά . Αυτό σας έδωσε μεγάλη ευχαρίστηση.
Ρ.Γ. Και ακόμη μου δίνει αυτό το βιβλίο . Είναι ένα από τα ελάχιστα μυθιστορήματα που έχουν μεταφραστεί στα αραβικά και η μετάφραση αυτή κυκλοφόρησε από την μεγάλης κυκλοφορίας αραβική εφημερίδα Αλ Αχράμ . Μετά την δημοσίευση και την παρουσίασή του στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο ,βρέθηκαν οι απόγονοι του Ισμαήλ Φερίκ Πασά στην Αίγυπτο ,που τους αγνοούσαν όλοι στην Ελλάδα . Ετσι γνώρισα την πέμπτης γενεάς εγγονή του, που είναι καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Καίρου και έχει σπουδάσει σε σπουδαία αγγλοσαξωνικά πανεπιστήμια . Της άρεσε πολύ το μυθιστόρημα , χάρηκε που έμαθε τις ρίζες της , υπερηφανεύθηκε που είχε πρόγονο Ελληνα και Ορθόδοξο(αν και η ίδια Μουσουλμάνα) κι άρχισε να μαθαίνει ελληνικά .
Κ.Χ. Ασχολείστε με ιστορικά θέματα που δεν είναι στο επίκεντρο της ιστορίας , είναι μάλλον περιφερειακά ,αλλά χαρακτηρίζουν την εποχή τους . Θα έλεγα με πρόσωπα δευτερεύοντα .
Ρ.Γ. Αυτό μ΄ αρέσει . Λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις η αριστερή μου συνείδηση ή μάλλον θα έλεγα καλλίτερα η ανθρωπιστική μου συνείδηση , η οποία με ωθεί να ταυτιστώ μέσα μου με τα πρόσωπα αυτά, τα ,ας τα χαρακτηρίσουμε , δευτερεύοντα . Αυτό το αίσθημα δικαιοσύνης με ωθεί να βλέπω και να συγκινούμαι από τις ανθρώπινες περιπέτειες που δεν καταγράφηκαν και με κάνει να θέλω να δοθεί ο λόγος σε ανθρώπους που πέρασαν απαρατήρητοι .Ποτέ δεν θα μπορούσα να γράψω π.χ. για τον Ελευθέριο Βενιζέλο . Ναι μεν, με ενδιαφέρει να έχουν δραματική ζωή οι ήρωές μου , για να μπορεί να στηθεί λογοτεχνία , με νοιάζει να είναι άνθρωποι μυημένοι στην εποχή τους, αλλά επιδιώκω να είναι και αδικημένοι . Ερευνώντας και αναπτύσσοντας τις δικές μου σκέψεις και ευαισθησίες γύρω από αυτούς τους ήρωές μου ανατρέπω ή αναπροσαρμόζω μια εικόνα ή μια τρέχουσα αντίληψη ,που έχουμε για αυτούς .
Κ.Χ. Υπάρχει κάποια συνταγή που ωθεί κάποιον να ξεχωρίσει από τον σωρό και να αναδειχθεί σε προσωπικότητα του καιρού του .
Ρ.Γ. Όχι βέβαια , συνταγές μόνο στην μαγειρική υπάρχουν .
Κ.Χ. Εννοώ για να ξεχωρίσετε κάποιον από τον σωρό τον κρίνετε με στοιχεία της εποχής του ή με τα σημερινά φώτα , που εκ των υστέρων τα ρίχνετε επάνω στη δράση του ;
Ρ.Γ. Στην εποχή τους όλοι δρουν και συμπεριφέρονται σαν προσωπικότητες του καιρού τους . Σημασία έχει τι μένει από την κάθε προσωπικότητα , ποιο αποτύπωμα αφήνουν στον χρόνο. Η κάθε μια προσωπικότητα γύρω από την οποία στήνω την μυθοπλασία μου βίωσε ένα δράμα , με την έννοια ότι ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση στην ζωή του και αυτό την ξεχώρισε και την ανήγαγε σε πρόσωπο της σκηνής. Είναι πρόσωπα που συγκρούστηκαν και άφησαν ένα ίχνος , ένα χνάρι ,που στην εποχή τους ήταν πολύ σημαντικό ,αλλά για διάφορους λόγους μετέπειτα τους τύλιξε μια λήθη . Πολλές φορές κρίθηκαν και αποδιοπομπαίοι . Και αναφέρω παραδείγματα ,όπως του Ισμαήλ Φερίκ Πασά που υπήρξε εξωμότης , του Ανδρέα Ρηγόπουλου ,που αν και επαναστάτης , λιποψύχησε από τον αγώνα και αυτοκτόνησε στην εκατονταετηρίδα της Γαλλικής επανάστασης , της Ελένης Αλταμούρα που ντύθηκε άνδρας για να σπουδάσει , απέκτησε εκείνη την εποχή δύο εξώγαμα παιδιά και έζησε στο περιθώριο στα γεράματά της .
Κ.Χ. Επιλέγετε να γράψετε για αυτούς επειδή θα διαθέτατε μεγαλύτερη ελευθερία στην ανάπλαση των βίων τους και της εποχής τους ή και γιατί οι άγνωστες αυτές ζωές σας δίνουν την ευκαιρία να «αυθαιρετήσετε» στην απόδοσή τους ….
Ρ.Γ. Όχι ,όχι . Η διαδικασία της λήθης είναι για μένα το κυρίαρχο. Γιατί ξεχνάμε ; Ποιο είναι το στοιχείο ,που μας κάνει να ξεχνάμε . Συνήθως υπάρχει κάτι το καταραμένο σε όλους αυτούς και αυτό υποδαυλίζει την λήθη ή μάλλον μια αλλαγή της εικόνας τους πολλές φορές ,που δεν συμβαδίζει με την εικόνα της εποχής τους , που ήταν πιο δυναμική και πιο μέσα στα πράγματα . Στην εποχή τους όλοι αυτοί ήταν σημαντικά πρόσωπα, επώνυμοι και αναδείχτηκαν αρκετά .
Κ.Χ. Η διαφορά είναι ότι ο λόγος σας για την ιστορία είναι ποιητικός , πεποικιλμένος , συχνά δίνει την αίσθηση του κομψοτεχνήματος . Δεν είναι ο λόγος των αρχείων , των ιστορικών καταγραφών.
Ρ.Γ. Δουλεύω με σεβασμό στα κριτήρια της ιστορίας ,αλλά είμαι προσηλωμένη στα κριτήρια της τέχνης , της λογοτεχνίας όταν γράφω. Το κάθε θέμα μου υπαγορεύει την δική του λογοτεχνική επεξεργασία . Κανένα μου μυθιστόρημα δεν είναι πανομοιότυπο με το άλλο . Το καθένα έχει το δικό του τρόπο . Ο Ισμαήλ έχει το περίτεχνο , το ανατολίτικο και το παραμυθένιο , κάτι το βαθιά ποιητικό . Ο Λουί ως ρομαντικός έχει στοιχεία από την ρομαντική αφήγηση που δίνει σημασία στο ημιτελές , το αποσπασματικό , τη μεγάλη φαντασία, το πεισιθάνατο , την επιστολογραφία. Στην Αλταμούρα(μια γυναίκα που κατηγορήθηκε ως τρελή) προσπάθησα να γράψω σε αντικριστούς μονολόγους , από τη μια τη λογική κατάθεση της ζωής της και από την άλλη τον ανατρεπτικό αντίλογο της ίδιας , ας πούμε τον διασαλευμένο. Στον «Αιώνα των λαβυρίνθων» ήθελα να γράψω για τα εκατό χρόνια της Κρήτης μέχρι την πτώση της χούντας (όπου τελειώνει και η ιστορία του αίματος για την χώρα ) και ανά εικοσαετία κράτησα στο πρώτο πλάνο μια φανταστική οικογένεια ,που όμως την τοποθέτησα μέσα στα ιστορικά γεγονότα .
Κ.Χ. Αραγε όλη αυτή η ιστορία του αίματος έχει επηρεάσει εμάς τους Ελληνες , μας ακρωτηρίασε ; Εχω την εντύπωση ότι ο Ελληνας δεν ενσωμάτωσε ποτέ την τραγωδία του , δεν την «εγκαρδιώθηκε» , δεν την εγκοπώλθηκε .
Ρ.Γ. Δεν είναι εύκολο να μιλήσουν οι άνθρωποι ακόμη. Στην Ισπανία είναι πολύ χειρότερα από ότι εδώ . Εκεί αρνούνται να μιλήσουν , επειδή ο Φράνκο έπεσε ομαλά , δεν σκαλίζουν εκείνη την εποχή .Οι συνειδήσεις δεν κινούνται γιατί δεν υπήρξε τίποτα επαναστατικό που να τις αφυπνίσει . Όπως π.χ. η οικογένεια του Λόρκα αρνείται να δώσει τα στοιχεία που να αφορούν την δολοφονία του κι αυτό έχει να κάνει και με την αριστερή του τοποθέτηση και με την ομοφυλοφιλία του .
Ο συγγραφέας δεν ψάχνει την αλήθεια ή το ψέμα ,αλλά ψάχνει τις διαφορετικές απόψεις και την σύγκρουση και το δράμα που προκύπτει για ένα γεγονός .
Κ.Χ. Μιλάτε με συγκλονιστική ευκρίνεια για παλαιότερες εποχές ,αλλά όσο πλησιάζετε στην σημερινή το αποτέλεσμα θαμπώνει . Γιατί ;
Ρ.Γ. Για την εποχή μετά την μεταπολίτευση δεν έχω προχωρήσει , παρά μόνο στο διήγημα . Όταν έγραφα τα τρία μου μυθιστορήματα με φόντο τον 19ο αιώνα κάποιοι υποστήριζαν ότι γράφω έτσι επειδή γράφω για περασμένα . Για οποιονδήποτε περίοδο κι αν γράψω πάντα είμαι η ίδια από πίσω και πάντα εκφράζω τους προβληματισμούς μου . Στην λογοτεχνική αφήγηση δεν υπάρχει ενεστώτας χρόνος , στην ποίηση καμιά φορά υπάρχει . Το παρελθόν είναι προϋπόθεση . Τώρα αν το παρελθόν αυτό είναι τωρινό ή μακρινό , βιωματικό ή ιστορικό ή ένας συνδυασμός και των δύο δεν έχει σημασία . Πάντως υπάρχει πάντα ένα παρελθόν από την στιγμή που κάποιος αφηγείται . Και οι χρόνοι της αφήγησης είναι ο αόριστος και ο παρατατικός και οι λοιποί παρελθόντες . Το ιστορικό εντάσσεται κι αυτό στον χρόνο της αφήγησης ,δηλαδή του παρελθόντος . Ο συγγραφέας που επιλέγει ένα πρόσωπο του παρελθόντος προβάλει την προβληματική της εποχής του , του δικού του κόσμου και της δικής του κοσμοθεωρίας σε αυτό .
Κ.Χ. Ενσωματώνετε δικές σας ιστορίες στην μυθιστορηματική πλοκή ;
Ρ.Γ. Ένα βασικό κίνητρο στον Ισμαήλ Φερίκ πασά ήταν η άρνησή μου να επιστρέψω και να ζήσω στην Κρήτη , η άρνηση του νόστου . Δεν ήθελα να γυρίσω , όσο κι αν με επέκριναν γι’ αυτό . Το βιβλίο αυτό ήταν μια προβληματική πάνω στο θέμα του νόστου ,ανάμεσα σε άλλα φυσικά . Στο Λουί ήταν μια προσωπική μου ανησυχία για το τί σημαίνει επανάσταση και τί έρωτας και πως συνδυάζονται αυτά μέσα στα πλαίσια του ρομαντισμού . Κι άρχισα να το γράφω ακριβώς με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης . Στην Ελένη πάλεψα ενάντια στα στερεότυπα, που διατηρούμε ως κοινωνία για τη γυναίκα . Στον Αιώνα των Λαβυρίνθων γράφω για την πόλη μου κι εκεί έχω ενσωματώσει αφηγήσεις για τον πατέρα μου . Και στο τελευταίο ασχολήθηκα με το τι σημαίνει γραπτός ή άγραφος νόμος .
Κ.Χ. Ποιό ήταν το κλικ για να συλλάβετε σωστά την εποχή ;
Ρ.Γ. Όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο μελέτησα πολύ τον 19ο αιώνα και είχα ένα τρόπο να τον καταλάβω και να μελετήσω τα κείμενά του . Είχα σκεφθεί να κάνω κι ένα ντοκτορά πάνω στην συνείδηση του τι είναι εθνικό . Ωστόσο τάφερε έτσι η ζωή μου και δεν προχώρησα . Πάντα υπήρχε η συγκίνηση για τον 19ο αιώνα . Για τον 20ο αιώνα έχω την αίσθηση του βιωμένου , υπάρχει υλικό τριών γενεών που μπορεί να υπαχθεί στο βιωματικό υλικό. Το κλικ για μένα είναι να έχεις δουλέψει πολύ μέσα σε βιβλιοθήκες και αρχεία , να έχεις προσεγγίσει την εποχή για την οποία γράφεις .Οσο πιο πολύ ερευνάς , μελετάς και μαζεύεις στοιχεία για το περιβάλλον του έργου που θα συγγράψεις , τόσο πιο πολύ αναδεικνύεις και την εποχή , και θα έχεις την δυνατότητα να προσεγγίσεις την σκηνογραφία της εποχής ,αλλά και τις ιδέες της , που είναι συχνά πολλά και συγκρουόμενα πράγματα και στα οποία επικρατεί εν τέλει μια ιδέα .
Κ.Χ. Εσείς καταξιωθήκατε ζώντας μεγάλο μέρος της ζωής σας στην περιφέρεια ;
Ρ.Γ. Εζησα πολύ κεντρικά στην Αθήνα και μάλιστα σε δύσκολα χρόνια ,παρέα με ανήσυχους και ριζοσπαστικούς ιδεολογικά κύκλους . Και πάντα κράτησα μια σχέση μαζί της από την Πάτρα ,όπου ζούσα περισσότερο . Ακόμη και μέχρι σήμερα πέρα από την συλλογική εθνική συνείδηση με ενδιαφέρει πάντα και η τοπική συνείδηση , στην οποία βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα . Στις δουλειές μου έχω δουλέψει με περιφέρεια. Η Αθήνα υπάρχει πάντα σαν σημείο διαλόγου , συχνά δύσκολου και οξέος . Και είναι συνειδητό αυτό , δεν το επέλεξα τυχαία. Οι περιφέρειες έχουν ισχυρές μυθολογίες και ισχυρά φαντάσματα . Βέβαια σήμερα ο κανόνας για το τι είναι λογοτεχνία διαμορφώνεται στην Αθήνα ,άσχετα με το αν υπάρχουν συγγραφείς στην περιφέρεια και μάλιστα σημαντικοί . Υπάρχει μια αντιπαλότητα με τον κανόνα της Αθήνας ,αλλά αυτή την στιγμή προκρίνονται αυτοί που ζουν στην Αθήνα.
Κ.Χ. Δεν περιορίζει η περιφέρεια την κλίμακα ;
Ρ.Γ. Όχι καθόλου , αλλιώς θα έγραφα για ένα διεθνές κοινό . Γράφοντας για την περιφέρεια , γράφω για την πατρίδα μου . Σημασία έχει πώς να το δουλέψεις αυτό και πως θα το παρουσιάσεις . Σημασία δεν έχει ούτε το θέμα , ούτε ο τόπος , αλλά ο τρόπος που δουλεύεις αυτό που γράφεις . Εξ άλλου ένα βιβλίο δεν είναι μόνο ο τόπος , είναι η γλώσσα κυρίως και χίλια δυο άλλα . Αν δεν ξεφύγει για να φτάσει σε ένα επίπεδο βαθύτερο και να αφορά και τον άλλο το βιβλίο δεν δικαιώνεται .
Κ.Χ. Είστε αποκλειστικής απασχόλησης συγγραφέας .
Ρ.Γ. Ναι , δεν απασχολούμαι επαγγελματικά με κάτι άλλο. Στο στάδιο της έρευνας επισκέπτομαι βιβλιοθήκες ,ταξιδεύω , συλλέγω ντοκουμέντα και μαρτυρίες , σημειώνω και καταγράφω . Όταν αρχίζω να γράφω αφιερώνω στην γραφή μεγάλο μέρος της ημέρας μου . Πάντως μου παίρνει τρία ως τέσσερα χρόνια ,γιατί αποδίδω μεγάλη σημασία στην έρευνα , αυτή σώζει τον λογοτέχνη και σώζει τα κείμενά του .
Κ.Χ. Με ποια μέθοδο δεν φαίνονται οι αρμοί , οι συγκολλήσεις των επιμέρους θεμάτων και πως το κείμενο αποκτά ροή και συνέχεια ;
Ρ.Γ. Δεν υπάρχει μέθοδος . Απαιτείται μαστορική , η οποία προκύπτει μόνο από την προηγούμενη θητεία στις αναγνώσεις και την μελέτη των μεγάλων συγγραφικών προτύπων που θαυμάζουμε και παραδεχόμαστε . Να τους παρατηρούμε και να τους μελετούμε .
Κ.Χ. Εχετε ασχοληθεί καθόλου με την δημιουργική γραφή .
Ρ.Γ. Οχι ,αλλά δεν θα το ήθελα κιόλας .Το βασικό είναι να αγαπάς την λογοτεχνία και να προσπαθείς να συλλάβεις τα μεγάλα συγγραφικά σου πρότυπα . Για μένα κάποτε ήταν η Γκιουρσενάρ και ο Μάρκες . Βεβαίως αγάπησα τους Γάλλους του 19ου αιώνα και τους Αγγλοσάξωνες του 20ου . Βέβαια και τους μοντερνιστές. Επίσης ξαναδιάβασα τους Ελληνες του 19ου αιώνα και υπήρχε πάντα μια εσωτερική αναφορά σε αυτούς( Γ. Βιζυηνό , Α. Παπαδιαμάντη κ.α. ). Από τους Ελληνες εκτιμώ τον Αλεξάνδρου και τον Τσίρκα και μένω εκεί , γιατί δεν θέλω να αναφερθώ στους ζώντες .
Κ.Χ. Που πηγαίνουμε ως ελληνική κοινωνία , τι σας ανησυχεί ;
Ρ.Γ. Ανησυχώ με το νέο εθνικισμό , αναπτύσσεται πολύ . Ο νεοεθνικισμός αυτός σε συνδυασμό μ’ έναν στείρο εκκλησιαστικό λόγο, που είναι ανιστόρητος και ειπηρμένος, δημιουργούν προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει ένας έρπων φασισμός . Και ενώ οι πολιτικοί θεσμοί έχουν ισορροπήσει και είμαστε σε μια ομαλή πορεία τα σκοτεινά σημεία έχουν μετατοπιστεί πια και δεν είναι σε φανερή αντιπαλότητα ,αλλά σε μια υπόγεια αντιπαλότητα . Φοβάμαι ότι συντηρείται ένας ύπουλος διχασμός του κόσμου , ανάμεσα στους πιο δημοκρατικούς και στους πιο συντηρητικούς . Η ελευθερία του λόγου και της τέχνης είναι μια αιματηρή κατάκτηση του δυτικού ανθρώπου και σήμερα δέχεται επιθέσεις , όχι μόνο στην Ελλάδα ,αλλά και στην Ευρώπη (δέστε την λογοκρισία του Μότσαρτ στο Βερολίνο ,όπου φοβήθηκαν μήπως το ανέβασμά του ενοχλήσει τους Μουσουλμάνους) . Δεν θέλω να πω ότι φοβάμαι ,αλλά ο δυτικός άνθρωπος οφείλει να πολεμήσει τους διάφορους ταλιμπανισμούς από όπου κι αν προέρχονται . Αλλά αισθάνομαι και πως η τέχνη σε κάθε εποχή πρέπει να πολεμήσει κάτι ,με τους τρόπους της κάθε φορά .

Συνέντευξη με τη Στεφανία Γουλιώτη

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΓΟΥΛΙΩΤΗ

«Οσο πιο απλά παραστήσεις τα πράγματα, τόσο πιο άμεσα θα φτάσουν ως το κοινό».


Συνέντευξη στον Κοσμά Χαρπαντίδη .

Με την Στεφανία Γουλιώτη συνομίλησα αμέσως μετά την-κατά Πίτερ Στάιν-Ηλέκτρα που ανέβηκε στους φθινοπωρινούς Φιλίππους . Αρκεσε η υποκριτική της δύναμη για να την κατατάξω στους ηθοποιούς που θαυμάζω πλέον απεριόριστα. Ολοι μείναμε άφωνοι εμπρός στη δεινότητα και τις δυνατότητές της ,που ήταν αρκετές για να την αποκαλέσουν η νέα Λαμπέτη. Αρχίσαμε να συνομιλούμε στις 11 το πρωί ,ενώ εκείνη μας επισήμανε το φόβο της να μην χάσει το διήμερο στην Σαμοθράκη .Την κρατήσαμε ως την τελευταία στιγμή , με κίνδυνο να χάσει το λεωφορείο που θα την άφηνε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης . Η συζήτηση όμως είχε νεύρο και ενδιαφέρον .
Κ.Χ.Αν δεν υπήρχατε εσείς δεν θα υπήρχε χθες παράσταση.
Σ.Γ. Αυτό το εισπράττω σαν κομπλιμέντο, αλλά παρ’ όλα το έργο είναι γραμμένο πάνω στο ρόλο της Ηλέκτρας . Αν δεν υπήρχε η Ηλέκτρα δε θα υπήρχε το έργο και συνεπώς και η παράσταση. Σ’ αυτόν τον ογκώδη ρόλο στηρίζεται όλο το έργο ουσιαστικά, η Ηλέκτρα δε φεύγει ποτέ από τη σκηνή. Μπαίνει δέκα λεπτά μετά την έναρξη( μετά από ένα διάλογο του παιδαγωγού με τον Ορέστη) και μένει μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Κ.Χ. Και φυσικά η αναμέτρηση και η σύγκριση με το ρόλο έχει βαρύ παρελθόν, με πολύ μεγάλα ονόματα , από τις ερμηνείες των οποίων θέλω να μου πείτε αν έχετε επηρεαστεί και αν πέρασαν στην δική σας ερμηνεία .
Σ.Γ. Θα σας πω ένα αστείο γεγονός. Την Ηλέκτρα του Σοφοκλή χωρίς κανένα κόψιμο ή οποιαδήποτε παραλλαγή ή διασκευή την είχαμε ανεβάσει στο σχολείο, στα δεκαέξι μου. Εκείνο το διάστημα συγχρόνως με την δική μας παράσταση η Λυδία Κονιόρδου έπαιζε τον ίδιο ρόλο στην Επίδαυρο. Κι εγώ μικρούλα κι ανίδεη, με θράσος και με υψηλόν τόνον υπερηφάνειας πήγα με την μαμά μου να δούμε την Κονιόρδου κι αυτό που είδα δεν με είχε «ενθουσιάσει τόσο πολύ» . Και ξέρετε γιατί ; Τότε νόμιζα ότι εγώ θα τα κατάφερνα καλύτερα.Φυσικά μπορείτε να υποθέσετε ο,τιδήποτε ,αλλά τότε μέσα στην εφηβεία όλα τα θεωρείς εφικτά. Οταν αργότερα έβαλα τα μυαλά μου στη θέση τους κατάλαβα πόσο καταπληκτική ήταν η Ηλέκτρα, που είδα. Και προσγειώθηκα ακόμη περισσότερο, όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και δεν πέρασε με την πρώτη φορά. Ετσι συνήλθα λίγο και κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι όπως τα νομίζουμε .
Κ.Χ. Άρα λοιπόν έχουμε στο παρελθόν την ερμηνεία της Κονιόρδου. Πιο παλιές ερμηνείες ίσως .
Σ.Γ. Οταν έπαιξε η Λυδία Κονιόρδου ήμουν δεκαέξι χρονών. Πιο παλιές ερμηνείες δεν πρόλαβα .
Κ.Χ. Ένας ρόλος βαρύς, ένας ρόλος που αν δεν έχεις τα προσόντα τα οποία απαιτεί μπορεί να σε συντρίψει . Κι εσάς όμως σας σύντριψε κυριολεκτικά!! Και το λέω αυτό , γιατί από την παράσταση των Φιλίππων βγήκατε με το αριστερό χέρι σε νάρθηκα.
Σ.Γ. Ναι, έχω μια μικρή θλάση , γιατί εχθές μ’ έπιασαν τα καραγκιοζιλίκια μου.
Κ.Χ. Και αισθανόμαστε ενοχές, γιατί στο θέατρο μας συνέβη το ατύχημα.
Σ.Γ. Όχι δε φταίει το θέατρο σας, ούτε εσείς . Ισα- ίσα μάλιστα η χθεσινή ήταν μια παράσταση, που τη χάρηκα πάρα πολύ.Ξέρετε σπάνια παίζουμε με ιδανικές συνθήκες το καλοκαίρι στους ανοιχτούς χώρους. Συχνά παίζουμε σε πολύ άσχημα θέατρα, χώρους που δεν είναι καν θέατρα, να κάτι σαν γήπεδα, χωρίς καμιά ακουστική και που πρέπει να φωνάζεις για να σ’ ακούσουν, που συχνά αν δε σ’ ακούν νιώθεις ενοχές και αναγκάζεσαι να γκαρίζεις .Ετσι όμως χάνεις την επικοινωνία σου με το κείμενο . Όπως την χάνεις κι όταν κάνει κρύο ή ο κόσμος δεν είναι ήσυχος και αγχώνεσαι να του κρατήσεις το ενδιαφέρον. Η χθεσινή παράσταση κύλησε πολύ ωραία. Το κρύο δεν μ΄ενόχλησε ,όπως τη Θεσσαλονίκη που πάγωσα, η παράσταση κυλούσε χωρίς προβλήματα , το κοινό ήταν άψογο ,αλλά κάποια στιγμή ένιωσα ότι δεν είμαι αρκετή ,ότι δεν κάνω αρκετά καλά τη δουλειά μου και πως με βαριέμαι. Ηθελα κι άλλα από τον εαυτό μου, να δώσω κι άλλα σε αυτό το κοινό, που με αντάμοιβε και σε μια στιγμή για να ξεφύγω από αυτές τις σκέψεις και επειδή δεν ήξερα τι άλλο να προσφέρω έκανα μια τούμπα στον αέρα. Η προσγείωση μετά ήταν ανώμαλη. Ναι, γιατί αυτή η τούμπα δεν ήταν μέσα στη σκηνοθεσία, με έπιασε να την κάνω και την έκανα .
Κ.Χ. Δεν καταλάβαμε ότι ήταν εκτός σκηνοθεσίας. Η κίνηση ήτανε τόσο μελετημένη , κυλούσε υπέροχα.
Σ.Γ. Η συγκεκριμένη πάντως δεν ήταν, αυτό είναι το θέμα και την πλήρωσα .
Πάντως το κοινό των Φιλίππων ήταν από τα πιο σιωπηλά ,που έχω συναντήσει. Αυτό σημαίνει πως η παράσταση το κέρδισε.
Κ.Χ. Το μόνο που την σκίασε ήταν τα φλας του κοινού ;
Σ.Γ. Ναι, τα φλας. Θύμωσα πάρα πολύ ,παρότι ότι χαιρόμουνα ,γιατί ήταν από τις πιο ιδανικές, κάτω από τις οποίες έχουμε παίξει. Γιατί έχουμε παίξει και σε πολύ κακές συνθήκες. Ισως είναι στην ιδιοσυγκρασία του έλληνα να τα κάνει πρόχειρα όλα , χωρίς προμελέτη και το λέω αυτό επειδή έχω θυμώσει πάρα πολύ με τα θέατρα που έχω συναντήσει. Τα γήπεδα μέσα στη πόλη ,που από πίσω ακούγονται τα εργοστάσια και μηχανήματα είναι φοβερό πράγμα.
ΚΧ. Εμείς ακούμε ακόμα τον δρόμο. Την επαρχιακή οδό Καβάλας-Δράμας την οποίαν επί 22 χρόνια δε μπορούμε ακόμα να την μετακινήσουμε.
Σ.Γ. Παρ’ όλα αυτά για κάποιο λόγο ο δρόμος δε με ενόχλησε. Δεν τον άκουγα .
Κ.Χ. Αλήθεια από πόσες δυσκολίες περάσατε για να φτάσατε μέχρι αυτόν τον ρόλο, που ερμηνεύσατε μ’ αυτήν την ένταση.
Σ.Γ. Κάνω τη δουλειά που μου αρέσει .Εχω την τύχη να κάνω τη δουλειά που επέλεξα να κάνω και όχι κάποια άλλη. Κι αυτό το ήξερα από μικρή ,είχε μπει σαν πεποίθηση μέσα στον εγκέφαλό μου, ο σκληρός μου δίσκος ήταν προγραμματισμένος γι’ αυτό. Παρόλα αυτά έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις, όπως όλα τα παιδιά που δεν θα είχαν το μεράκι να γίνουν ηθοποιοί , πέρασα στο Γεωλογικό τμήμα, ήθελα να γίνω μετεωρολόγος τότε, πήγα δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο , αλλά ευτυχώς τα πράγματα ήρθαν ωραία .Μπήκα στο Εθνικό με τη δεύτερη φορά ,γιατί τη πρώτη φορά , ως θρασύ παιδί , δε με πήραν.
Κ.Χ. Τους ενόχλησε η υπερβολική αυτοπεποίθηση;
Σ.Γ. Υπερβολική, όση δε φαντάζεστε! Ναι, τη δεύτερη χρονιά κατάλαβα ότι θέλει πολύ δουλειά το πράγμα, δε μπορείς , δε φτάνει αυτό που ξέρεις. Και μετά πέρασα νομίζω τα κύματα που περνάει ο κάθε νέος που θέλει να επιβιώσει σ’ αυτή τη κοινωνία. Ευτυχώς όμως είχα δυο γονείς που με στήριξαν πάρα πολύ.
Κ.Χ. Και οι οποίοι όμως ενδεχομένως να μην ήθελαν να γίνετε ηθοποιός.
Σ.Γ. Δεν είναι ότι δε ήθελαν. Αλλά προέκριναν την ασφάλειά μου ,να είμαι ασφαλής σε μια σίγουρη δουλειά . Αυτό που θέλει ο κάθε γονιός για το παιδί του.
Κ.Χ. Ακόμα δηλαδή η καλλιτεχνία προσφέρει ανασφάλεια.
Σ.Γ. Ναι, πολύ μεγάλη. Και βέβαια αποδεικνύεται και από την δική μου περίπτωση . Εφτασα στα 27 μου χρόνια και μόλις τώρα είμαι αυτοδύναμη. Τουτέστιν να μπορώ να πληρώνω το ενοίκιο μου , να καλύπτω τα έξοδά μου , τα κοινόχρηστα. Και είμαι ευχαριστημένη, γιατί σε άλλους παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο και μιλώ για ανθρώπους με ταλέντα. Πριν κατακτήσω την αυτοδυναμία μου πέρασα από χίλια κύματα. Δούλεψα ταξιθέτρια, σερβιτόρα, έκανα τα πάντα για να καταφέρω να πληρώνω τα μαθήματα μου ,αυτά του χορού ,αλλά και της φωνητικής, που μου επιτρέπουν σήμερα, να μην κλείνει η φωνή μου σε κάθε παράσταση.
Κ.Χ. Πάντως όσα μαθήματα φωνητικής κι αν κάνει κάποιος αν δεν διαθέτει φωνή μπορεί να αποκτήσει επιβλητική φωνή για ακούγεται στο κοίλο του θεάτρου ;
Σ.Γ. Δε χρειάζεται να είναι επιβλητική. Χρειάζεται να έχει ανοιχτό κανάλι με το κοινό. Nα υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία.
Κ.Χ. Εννοείτε ότι μια οποιαδήποτε φωνή αν καλλιεργηθεί με κατάλληλη φωνητική άσκηση θα μπορέσει να αποδώσει στο αρχαίο δράμα;
Σ.Γ. Νομίζω πως ναι, αρκεί να υπάρχει αυτό που λέμε όρεξη. Και μεταφράζεται ως ταλέντο, μεταφράζεται ως…
Κ.Χ. Επιμένω ότι δεν είναι μόνο θέμα άσκησης ,αλλά φυσιολογίας πλέον.
Σ.Γ. Ναι, αλλά η κάθε φωνή έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Δηλαδή ο κάθε άνθρωπος είναι ιδιαίτερος. Και ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αποδώσει σε ένα τύπο , σε ρόλους που θα μπορούσε να υποκριθεί . Φαντάζεστε να με έβαζαν να παίξω τη σουμπρέτα, αυτό δεν μπορώ να το κάνω , γιατί δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που διαθέτω.
Κ.Χ. Όταν σας άκουγα σκεφτόμουν πως η φωνή σας μπορεί να σταθεί στο αρχαίο θέατρο. Κι αυτό είναι επίτευγμα .
Σ.Γ. Νομίζω ότι αυτό είναι λίγο σαν μια ιδέα ,δεν θέλω να πω προκατάληψη , είναι μεγάλη λέξη. Όμως σίγουρα σαν ιδέα ή σαν κατάλοιπο καλλίτερα ,που μας έχει μείνει από την ιδέα που διαμορφώσαμε όλοι μας βλέποντας αρχαίο δράμα. Επειδή όλες οι μεγάλες τραγωδοί μας είχαν επιβλητικές φωνές αναζητούμε να βρούμε , να συναντήσουμε την μεγάλη , δραματική ,σκούρα φωνή . Όμως η Αμαλία Μουτούση διαθέτει μια φωνή δυνατή και εκπαιδευμένη, αλλά δύσκολα θα την κατέτασσε κανείς σε αυτό που λέμε μπάσα επιβλητική φωνή. Αλλά παρ’ όλα αυτά βλέπουμε καταπληκτικές ερμηνείες από ηθοποιούς σαν τη Μουτούση, με φωνές κανονικές ας πούμε. Και η δική μου κανονική είναι . Και ίσως πρέπει να αλλάξουμε λίγο τον τρόπο, το βλέμμα που αντιμετωπίζουμε μια σημερινή ηθοποιό . Δηλαδή τραγωδία μπορούν να κάνουν μόνο αυτές που έχουν μπάσα, επιβλητική φωνή ,αυτές που έχουν όγκο φωνής ;
Κ.Χ. Για να φτάνει στο θεατή με αυτάρκεια.
Σ.Γ. Ναι, αυτό είναι το σημαντικό το να φτάνεις στο θεατή. Όταν φτάσει στο θεατή δικαιώνεται . Όμως και μια φωνή με νότες υψηλές, όπως της Κάλλας έφτανε στο θεατή .
K.X.Εκείνο το οποίο πάντως δε φτάνει θεατή ακόμα και να υπάρχει ένα εκφραστικό όργανο φωνητικό είναι η ενέργεια του ηθοποιού . Τι δίνεις, πως τον κεραυνοβολείς το θεατή; Εσείς εχθές μέσα στην αρένα του θεάτρου ήσασταν ένα πληγωμένο αγρίμι και αυτή η ενέργεια που έβγαινε ,ισορροπούσε μεταξύ μιας κατάστασης νορμάλ ,αλλά και μιας πάσχουσας ψυχής πολύ θαυμαστά. Θέλω να πω δηλαδή εκείνο το που χρειάζεται ένας ηθοποιός είναι αυτό το πράγμα, την ενέργεια. Αυτή η ενέργεια πως επιτυγχάνεται;
Σ.Γ. Η υπόθεση της ενέργειας είναι τεράστια. Η ενέργεια είναι απλά αυτό που σας έλεγα πριν . Η όρεξη να κάνεις αυτό που θέλεις . Αλλά εξαρτάται και από το πόσο είσαι ανοιχτός μέσα σου, το πόσο δε σκέφτεσαι, το πόσο τα πράγματα γίνονται αντί να τα προκαλείς. Είναι πολύ μεγάλο το πεδίο της ενέργειας.
Κ.Χ. Το βίωμα εδώ τι σχέση έχει;
Σ.Γ. Δεν μπορώ να πω ότι έχει καμία σχέση το βίωμα . Σ’ αυτή τη φάση λειτουργεί μόνο η φαντασία. Δεν έχω κανένα βίωμα κοινό με την Ηλέκτρα, εκτός ίσως από την ηλικία.
Κ.Χ. Όχι, δεν εννοώ την ταύτιση με το συγκεκριμένο ρόλο, εννοώ τα βιώματα που υπάρχουν ως συγκινησιακό φορτίο πλέον στη πλάτη σας.
Σ.Γ. Ούτε μπορώ να πω ότι έχω ζήσει καταστάσεις πολύ βαθιά τραγικές , ούτε έχω ζήσει μέσα στην έκσταση ή το τόσο πάθος . Δεν έχω ζήσει τίποτα απ’ όλα αυτά. Το μόνο που μπορεί να με βοηθήσει είναι η φαντασία μου και η παρατήρησή μου πάνω στον κόσμο.
Κ.Χ. Η υπερβολική άσκηση πάνω στο κείμενο βοηθάει να προκύψει αυτή η ενάργεια που μας καταθέσατε;
Σ.Γ. Ναι, πράγμα που δε συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις .Οπως με τον Λευτέρη Βογιατζή , όπου έχουμε πέντε μήνες πρόβα και ναι ,μπορεί, η τριβή με το κείμενο να σε βοηθήσει, ν’ ανοίξει περισσότερο τη φαντασία σου. Το πώς θα τονίσεις μια λέξη, το τι ρυθμό θα δώσεις, πως θα την κόψεις, πως θα την φανταστείς. Ολα αυτά βοηθάνε στο να συμβούν πράγματα, στο ν’ ανοίξει η φαντασία σου. Κι οπότε να είσαι πιο έτοιμος να δώσεις πράγματα.
Κ.Χ. Να μην είσαι πια εσύ ο συγκεκριμένος που φτιάχνεις το ρόλο, αλλά να είσαι η Ηλέκτρα….
Σ.Γ. Να γίνονται τα πράγματα από μόνα τους και χωρίς προσπάθεια. Δηλαδή η προσπάθεια να έχει γίνει αλλού. Να έχει γίνει εδώ και χρόνια με την άσκηση και μετά από ένα σημείο κι έπειτα εσύ απλά να εξαφανίζεσαι. Απλώς να είσαι ο μεσάζων.
Κ.Χ. Όταν παίζατε την Ηλέκτρα είχα την εντύπωση ότι ήσασταν στον Αργολικό κάμπο κι ήσασταν η κόρη της Κλυταιμνήστρας και η αδερφή του Ορέστη;
Σ.Γ. Όχι, καθόλου. Καλώς ή κακώς καθόλου. Ήξερα ότι ήμουνα η Στεφανία, ήξερα ότι πρέπει να μ’ ακούσουν, ήξερα ότι π.χ. ο χορός είναι δίπλα μου και πρέπει να επικοινωνήσω μαζί του, ήξερα ότι κάποια στιγμή χτύπησα τη φωνή μου και α, πως θα μου βγει το επόμενο. Ε , μη γελιόμαστε είμαστε γεμάτοι από σκέψεις, γεμάτοι από εντάσεις . Δηλαδή εκείνη τη στιγμή μπορεί να μη λειτουργήσει η φαντασία για χίλιους δέκα λόγους στη μέση της παράστασης . Θα είναι ένα ψέμα μεγαλύτερο να πεις ότι είμαι στον Αργολικό κάμπο . Είναι πιο εύκολο να δεχτείς ότι είμαι η Στεφανία και παίζοντας προσπαθώ να σας μεταδώσω τα λόγια τα οποία κάποτε έγραψε ένας άνθρωπος, που λεγόταν Σοφοκλής . Και αυτό το κάτι ,που είχε στο μυαλό του πριν από 2.300 χρόνια ,εγώ θέλω να σας το μεταδώσω σήμερα . Αν καταφέρω να το πετύχω , τρεις- τέσσερις στιγμές μέσα στο έργο , για μένα είναι το κέρδος μου και η επιβεβαίωσή μου. Και φυσικά μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο των σκέψεων που σου έρχονται αν καταφέρεις όντως να ξεφύγεις μερικές στιγμές και απλά να το απολαύσεις και να γίνεται με ευχαρίστηση τότε το ευχαριστιέται και ο θεατής.
Κ.Χ. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση επίσης από εσάς ήταν η κίνηση ,το σώμα πια ως εργαλείο. Κάτι που οι έλληνες ηθοποιοί το ξεχνάν και νομίζουν ότι σωματικά και φωνητικά είναι υπερεπαρκείς . Δεν τους ενδιαφέρει να ασκήσουν το σώμα.
Σ.Γ. Σε μένα βγαίνει εντελώς απλά , σχεδόν φυσιολογικά , πιθανόν να συμβάλλει η χορευτική μου παιδεία .Μ’ αρέσει να ασχολούμαι με το σώμα μου είναι η εκτόνωσή μου .
Κ.Χ. Σπάνια βλέπουμε ένα σώμα απόλυτα ελεγχόμενο, ένα εργαλείο το οποίο υπάκουε σε όποιες κινήσεις έπρεπε να εκτελέσει. Κι όταν σας έβλεπα να πέφτετε πραγματικά θεώρησα ότι πρέπει να έχετε ένα σώμα τόσο ελαστικό, που να μην πάθετε καμιά ζημιά, αλλά ατυχώς την πάθατε.
Σ.Γ. Ατυχώς την έπαθα, γιατί δεν ήταν προβλέψιμη αυτή η κίνηση.
Κ.Χ. Ίσως θέλατε να μας ιντριγκάρετε λίγο παραπάνω.
Σ.Γ. Οχι ακριβώς . Εκείνη τη στιγμή κάτι δε μου έβγαινε, κάτι δεν αισθανόμουν καλά. Δεν είχα τι άλλο να κάνω επί σκηνής και έκανα μια τούμπα στον αέρα εκεί και έπεσα.
Κ.Χ. Εκείνη τη στιγμή αισθάνεστε ότι έχετε ένα παιδί απέναντί σας ,έναν άνθρωπο που πρέπει να κατακτήσετε. Εννοώ το κοινό ότι είναι αυτός ο άνθρωπος με μια καρδιά που ήρθε να σας δει και σεις θέλετε να του προσφέρετε ότι το κατακτάτε δηλαδή;
Σ.Γ. Όχι τίποτα απ’ όλα αυτά. Γιατί ήδη η έννοια του κατακτάω ακούγεται βίαιη. Για μένα το κατακτώ έχει αρνητική ενέργεια . Όχι, ο στόχος είναι να επικοινωνήσουμε. Δηλαδή είμαι εδώ ,με τα μέσα που διαθέτω κάνω τη δουλειά μου κι επιδιώκω να σας μεταφέρω όσα έχω καταλάβει και μ’ αυτά που έχετε φέρει κι εσείς να τα βάλουμε μαζί , για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε παρέα . Για να ξυπνήσουμε κάτι μέσα μας . Κάτι που το έχουμε ξεχάσει. Πρέπει να λειτουργούμε σα σύμμαχοι. Η αλλιώς να το πω ότι είμαστε συνένοχοι στην άγνοια. Και ούτε ξέρω περισσότερα από εσάς και ούτε εσείς ξέρετε πιο πολλά από μένα, οπότε ας μπούμε μαζί ,να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Είναι σπουδαίο να αφυπνίσουμε κάτι μέσα μας ,που εξ αιτίας της καθημερινότητάς μας έχει ξεχαστεί, να το πιο απλό , ας πούμε αρχικά , το ότι είμαστε άνθρωποι .Και να ανασύρουμε αξίες , μέσα από τα μεγάλα και σπουδαία κείμενα ,που μας παραδόθηκαν. Βλέπω το κοινό σαν σύμμαχους σε αυτό που καλούμαι να κάνω , και στόχος μου είναι να ανοίξω κανάλι για να ψελλίσουμε μαζί τις αλήθειες . Και σήμερα είχα να πω αυτά, αλλά σε δυο χρόνια θα έχω να πω κάτι άλλο και θα περιμένω το κοινό για να το συμμεριστούμε . Το πώς θα εξελιχτώ ελπίζω να έχει σχέση με το πως εξελίσσεται και το κοινό και ο κόσμος.
Κ.Χ. Σαν ελληνίδα ηθοποιός που είστε πάντα σε επαφή με τα κείμενα ,με τους χώρους των αρχαίων θεάτρων, με τον τραγικό λόγο πιστεύετε πως έχετε ένα προβάδισμα σε σχέση με μια ομότεχνη σας από άλλα εθνότητα; Αλλά και μπορεί ένας Γερμανός ,όπως ο Στάιν ,να επικοινωνεί με τα αρχαία κείμενα από μετάφραση και να συλλάβει το μέγεθος με τον σωστό τρόπο, με τον τρόπο που θα το συλλάμβανε ένας άνθρωπος ο οποίος επικοινωνεί με τη φυσική γλώσσα στο κείμενο του;
Σ.Γ. Θα σας απαντήσω και στα δυο. Δε μου δίνει προβάδισμα το ότι είμαι στην Ελλάδα και μιλάω ελληνικά.
Κ.Χ. Όχι, ότι έχετε αυτή τη παιδεία ας την πω έτσι της επαφής με τους χώρους με τα ερεθίσματα…
Σ.Γ. Θα σας πω. Η παιδεία (τώρα ελπίζουμε να αλλάξουν τα πράγματα) θεατρικά μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ήταν χείριστη. Κυρίως για τους ηθοποιούς . Αυτό που μαθαίναμε στη σχολή έπρεπε να το ξεχάσουμε, μόλις διασχίζαμε την έξοδο , γιατί αλλιώς θα είχαμε καεί. Οι ξένοι έχουν πολύ καλύτερη εκπαίδευση, ακόμη και πάνω στα αρχαία κείμενα, γιατί εμβαθύνουν , δεν παίρνουν τίποτα ως αυτονόητο, όπως εμείς παίρνουμε σαν αυτονόητο ότι ξέρουμε ελληνικά και άρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τη γλώσσα. Αυτό είναι μια πλάνη. Οι ξένοι καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα τα αρχαία κείμενα από εμάς και έξω κυκλοφορούν επιστημονικές μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων. Εμείς στην Ελλάδα επικεντρωνόμαστε στις λογοτεχνικές μεταφράσεις των κειμένων με αποτέλεσμα να μην αποδίδεται το νόημα ακριβώς όπως ήταν στα αρχαία . Μας πιάνει έτσι μια συναισθηματική φόρτιση μ’ αυτά τα κείμενα. Όποια μετάφραση διαθέτουμε είναι κυρίως ποιητική , δηλαδή μεσολαβεί το στίγμα του μεταφραστή. Ενώ οι μεταφράσεις του εξωτερικού διακρίνονται για το πόσο επιστημονικά προσεγγίζουν το κείμενο. Αποκορύφωμα η φετινή μας η εμπειρία με τον Στάιν η οποία μας απέδειξε ότι δεν ξέραμε εμείς οι Ελληνες αυτό που μετάφρασαν στη γλώσσα μας . Ο Στάιν, που μπορούσε να καταλάβει αρχαία γιατί έχει σπουδάσει στη Γερμανία αρχαία ελληνικά είχε διαφορετική ερμηνεία για πολλά σημεία του κειμένου και αποδείχτηκε ότι ήταν πιο κοντά στην σωστή ερμηνεία . Ας φέρω σαν παράδειγμα τη λέξη φόβος. Αλλο σημαίνει στα αρχαία και άλλο σημαίνει στα νέα ελληνικά. Αν ανατρέξεις σ’ ένα λεξικό επιστημονικό βλέπεις ότι φόβος σημαίνει χίλια δυο άλλα πράγματα .Από τον απλό φόβο που ξέρουμε εμείς σαν μια λέξη που αυτονόητα στα νέα ελληνικά σημαίνει φοβάμαι. Λοιπόν στα αρχαία σημαίνει σεβασμό , ευλάβεια, ευσέβεια, εξηγήσεις κι έννοιες που δεν φανταστήκαμε στα νεοελληνικά ποτέ .
Κ.Χ. Απλοποιήθηκαν τα νέα ελληνικά;
Σ.Γ. Απλοποιήθηκαν γιατί μέσα στην προχειρότητα που μας διακρίνει κουβαλάμε μια πολύ ασυνείδητη και βαθιά ,είναι άσχημη λέξη αλλά δεν βρίσκω άλλη , τεμπελιά. Είναι πολύ χωμένη μέσα μας για να την αλλάξουμε. Νομίζουμε ότι δεν είμαστε , αλλά είμαστε οκνηροί .
Κ.Χ. Παρατήρησα ότι η μετάφραση του κειμένου ταίριαζε απόλυτα στο στόμα όλων των νέων παιδιών της παράστασης. Ήταν του Βολανάκη, την οποία επεξεργάστηκε ο Πέτρος Μάρκαρης ;
Σ.Γ. Ο Πέτρος Μάρκαρης μόνος του και μετά ήρθε στα χέρια μας, για να την συνδιαμορφώσουμε με τον Πήτερ Στάιν. Γιατί ο Στάιν είναι μεγάλος γνώστης των αρχαίων ελληνικών και αυτό που είχε ζητήσει απ’ τον Πέτρο Μάρκαρη ήταν την κυριολεκτική απόδοση από τα αρχαία ελληνικά στα νέα και όχι επεξηγήσεις ή και ποιητικές προσθέσεις .Ηθελε νάναι στεγνά ο λόγος και το νόημα του συγγραφέα.
Κ.Χ. Ναι, και σε κάποιο σημείο είχα την αίσθηση της πεζότητας και έλεγα ότι δεν μπορεί να γράφει ο Σοφοκλής σαν τις «Εσωτερικές Ειδήσεις» του Μάριου Ποντίκα.
Σ.Γ. Ναι, σίγουρα δε γράφει σαν το Μάριο Ποντίκα ο Σοφοκλής ,αλλά παρ’ όλα αυτά, αυτά που λέμε εμείς στο κείμενο, δηλαδή η μετάφραση μας είναι ακριβώς αυτό που λέει ο Σοφοκλής.
Κ.Χ. Πάντως ο Σοφοκλής θα μπορούσε να είναι σήμερα ένας καθιερωμένος νεοέλληνας συγγραφέας.
Σ.Γ. Ακριβώς, γιατί αν σκεφτείτε ότι στην αρχαία Ελλάδα το να γράφεις τραγωδία και να χειρίζεσαι τον τραγικό λόγο μπορεί και να ανήκε σε μια καθημερινότητα και να μην αποτελούσε την εξαίρεση ,ίσως μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Σοφοκλής ήταν συγγραφέας της εποχής του. Δεν είναι μόνο ποιητής, είναι συγγραφέας της εποχής . Σήμερα επειδή διασώθηκαν μόνο τριάντα δυο τραγωδίες τις αντιμετωπίζουμε με δέος και μοναδικότητα και δεν διακρίνουμε την καθημερινότητα του συγγραφέα .
Κ.Χ. Θα τρίζουν τα κόκαλα των εθνικών μεταφραστών μας όσων υπάρχουν ακόμα. Δηλαδή δεν είναι ποιητικός ο Σοφοκλής;
Σ.Γ. Όχι, δεν είναι ποιητικός.
Κ.Χ. Είναι.
Σ.Γ. Είναι όσο είναι.
Κ.Χ. Πόσο είναι;
Σ.Γ. Εχουμε στα χέρια μας αυτά τα θεία έργα . Μπορεί για μας να είναι θεία, γι αυτούς όμως ήταν καθημερινότητα. Πόσα άραγε έχει γράψει ο Σοφοκλής ; Εχουν σωθεί μόνο εφτά. Κάθε χρόνο γίνονταν διαγωνισμοί , που σημαίνει ότι υπήρχε παραγωγή. Πιθανόν η Ηλέκτρα να ανήκε στα μέτρια έργα του κι όμως για εμάς σήμερα ανήκει στα αριστουργήματα. Πιθανόν να είχανε γραφτεί ακόμα μεγαλύτερα αριστουργήματα κι η Ηλέκτρα μην ήταν τόσο μεγάλο έργο . Κι αν μπεις πολύ βαθιά στο κείμενο και πάρεις λέξη προς λέξη τι λέει ο συγγραφέας ,δεν υποστηρίζω ότι είναι πεζό ,αλλά είναι σίγουρα τόσο απλό. Δεν έχει ποιητικές φιοριτούρες ,που δεν αγγίζουν κανέναν και που τόσο συχνά στο θέατρο μας απωθούν, γιατί δεν συλλαμβάνουμε το νόημα ή την υπόθεση.
Κ.Χ. Η σημερινή προσέγγιση λοιπόν στο αρχαίο δράμα δεν πρέπει να γίνεται με όρους του περασμένου αιώνα . Με κείμενα, που ποιητικίζουν και δεν ανασύρουν την αξία των τραγικών .Αυτό μου λέτε;
Κ.Χ. Όχι, δεν εννοώ να μην ποιητικίζουν. Εννοώ να διατηρούν την απαιτούμενη ποίηση , αλλά πέρα απ’ αυτά να μην ποδοπατούνται οι χαρακτήρες ,που σαρκάζουν, κοροϊδεύουν , κάνουν πολλά . Η Ηλέκτρα είναι προφανές ότι κοροϊδεύει την μητέρα της, όταν της λέει «ναι, σ’ αφήνω κάνε τη θυσία σου εσύ, εγώ θα κάτσω εδώ πέρα και κλείνω το στόμα μου». Λέει ακριβώς αυτό. Και μάλιστα τρεις φορές «σ’ αφήνω, κάνε τη θυσία σου σε παρακαλώ». Αλλά οι ποιητικές μεταφράσεις το μεταφέρουν έτσι ,ώστε οι χαρακτήρες και οι λέξεις τους να χάνουν την καθημερινή απλότητα ,ίσως και τραγικότητα ,που καμιά φορά εξυπηρετείται πιο αποδοτικά από την απλότητα. Διαχρονική δεν είναι μόνο η ποίηση. Διαχρονικά λειτουργούν π.χ. οι νευρωτικές καταστάσεις που συμβαίνουν ανάμεσά τους ,που τσακώνονται ,που διαφωνούν, αλλά και το πώς συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον ,όλα αυτά είναι ανθρώπινα και γι’ αυτό διαχρονικά. Κι αυτά βγάλαμε μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση . Δε περιοριστήκαμε στη σοβαροφάνεια.
Κ.Χ. Στα ελληνικά ανεβάσματα η σοβαροφάνεια αναμεμειγμένη μ’ ένα κλίμα μυστηριώδες άφηνε τον θεατή μετέωρο , ώστε να μην προσεγγίζει το κείμενο στην ουσία και έφευγε με την αίσθηση ότι δεν εισέπραξε τα πάντα , αλλά ωστόσο επικοινώνησε με ένα μάλλον σπουδαίο κείμενο.
Σ.Γ. Ακριβώς. Ακριβώς αυτό. Υποψιάζεται ότι είναι μάλλον σπουδαίο , επειδή δεν το κατάλαβε .Βέβαια δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει το δέος , πρωτίστως τα κείμενα αυτά είναι θρησκευτικά , αλλά πιο πολύ βγάζεις το δέος και τη θρησκευτικότητα ενός κειμένου όταν επικοινωνείς με τον άλλον. Ο άλλος καταλαβαίνει τι λες όταν του δίνεις να καταλάβει και όχι όταν υπονοείς ότι κάτι κρύβεται από πίσω που δεν το καταλαβαίνει . Αρα είναι μεταφυσικό
Κ.Χ. Γι’ αυτό εισπράξατε την απόλυτη σιωπή. Το κοινό προσηλώθηκε ευλαβικά σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Σ.Γ. Γενικά, το δύσκολο της παράστασης είναι η απλότητα. Οσο πιο απλά παραστήσεις τα πράγματα, τόσο πιο άμεσα και ευθεία θα φτάσουν ως το κοινό. Δεν εκπίπτουμε ,ούτε πτωχεύουμε τα κείμενα, δεν τα εκποιούμε. Υπάρχουν και οι θεοί και οι νεκροί ,πως θα μπορούσε εξ άλλου ,αφού οι θεοί είναι πάντα παρόντες σε ό,τι συμβαίνει
Κ.Χ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Στάιν έδωσε μια νατουραλιστική παράσταση , δεν τόνισε το μεταφυσικό στοιχείο έντονα.
Σ.Γ. Η ανάγνωσή του ήταν σύμφωνη με τη παράδοση του γερμανικού θεάτρου από την οποία και επηρεάστηκε τόσο ριζικά και η δική μας ανάγνωση για χρόνια. Το κοινό μας εθισμένο σε αυτήν μπορεί και μόνο για αυτόν τον λόγο να την αποδέχτηκε. Ισως λειτουργεί περισσότερο σωστά έτσι , από το να αφήσεις υπονοούμενα ότι υπάρχει κάτι υπαρξιακό και να τονίσεις κάτι υπαρξιακό. Γιατί όταν τονίζεις κάτι υπαρξιακό σημαίνει ότι το έχεις καταλάβει. Για να το έχεις καταλάβει το υπαρξιακό σημαίνει ότι είσαι πάρα πολύ καλά με τον εαυτό σου και ότι έχεις λύσει όλα σου τα προβλήματα. Κι άμα είσαι εσύ μια χαρά πως θα πείσεις τον άλλον από κάτω ότι δεν είσαι ; Και κανένας καλλιτέχνης δεν είναι. Και γι’ αυτό προσφεύγει στην τέχνη .
Κ.Χ. Αναρωτιέμαι τι ταΐζετε το θηρίο Στεφανία Γουλιώτη.
Σ.Γ. Τι εννοείτε στην κυριολεξία;
Κ.Χ .Πνευματικά εννοώ. Για να έχει αυτή την ενέργεια που έχει. Τι του προσφέρετε; Διάβαζα πρόσφατα την ψυχοθεραπεία του Μιτεράν,ο οποίος εξομολογείτο στον υποτιθέμενο ψυχαναλυτή του ότι είναι υπερβολικά λίγος και απλός και χρειάζεται να επικοινωνεί με τα κείμενα κάθε μέρα . Ετσι τουλάχιστον δυο ώρες αποσυρόταν και διάβαζε αυτά που τον έτρεφαν για να μπορεί να είναι στον κόσμο μετά ο εαυτός του που να τον αναγνωρίζει.
Σ.Γ. Αισθάνομαι τις ελλείψεις μου και θέλω αυτές τις δυο ώρες να τις αφιερώνω πάντα σ’ αυτό που λέτε ενδοσκόπηση, διάβασμα. Και πρώτα απ’ όλα αγαπώ την ποίηση. Κανείς ηθοποιός και καλλιτέχνης δε μπορεί να ζήσει χωρίς την ποίηση. Ασχετα από το ότι σε έντονες στιγμές έχω γράψει κιόλας. Πολύ κακά φυσικά, αλλά αυτό μου έβγαινε. Πέρα απ’ αυτό ασχολούμαι και με την ψυχολογία και με τα προβλήματα που κουβαλάω . Τρέφω και τρέφομαι από τις σχέσεις, συναναστρέφομαι με ανθρώπους από τους οποίους εμπνέομαι, παθιάζομαι πάρα πολύ εύκολα με τους ανθρώπους, έχω πολλά είδωλα και μ’ αρέσει να παίρνω από τους άλλους.
Κ.Χ. Βρίσκεται συνομιλητές;
Σ.Γ. Ναι, είμαι τυχερή και βρίσκω. Εεεε ,είμαι πάρα πολύ τυχερή.
Κ.Χ. Γιατί η ελληνική πραγματικότητα πνευματικά είναι ποώδης.
Σ.Γ. Πρέπει να σκάψεις πολύ για να τους βρεις, αλλά είμαι τυχερή , γιατί βρήκα τους ανθρώπους που με εμπνέουν πνευματικά . Πιο πολύ τρέφομαι από τη ζωή την ίδια.
Αλλά και τις εκδρομές!
Κ.Χ. Ήδη το υπεραστικό λεωφορείο Έβρου περνά στις 12.30 κι η Στεφανία Γουλιώτη θα επιβιβαστεί για να πάει Σαμοθράκη .
Σ.Γ. Μη φανταστείτε ότι θα κάνω τίποτα διακοπές, για δυο μέρες πάω, γιατί όλοι επέμεναν ότι πρέπει να πάω, και λέω να μην αφήσω αυτή την ευκαιρία.
Κ.Χ. Αλήθεια δίνεται η ευκαιρία σ’ ένα νέο ηθοποιό να συναντηθεί με αξιόλογους ρόλους σήμερα.
Σ.Γ. Νομίζω ότι τα πράγματα έχουν να γίνονται ενδιαφέροντα .Η Αθήνα γίνεται μια μητρόπολη θεατρική ,όπου έρχονται άνθρωποι και από το εξωτερικό ακόμη για να δουν παραστάσεις. Πρώτα απ’ όλα έχουμε ένα Φεστιβάλ αυτή τη στιγμή, που αρχίζει να γίνεται ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης.
Κ.Χ. Το άλλοθι μας είναι. Η αδράνεια του χειμώνα ενδεχομένως;
Σ.Γ. Ναι, όχι δεν είναι τόσο αδρανής ο χειμώνας στην Αθήνα. Εζησα στο εξωτερικό και υποστηρίζω ότι τα πράγματα δεν είναι πολύ πιο ακμαία . Στο Μιλάνο π.χ. δύσκολα μετακινούνται οι άνθρωποι από τις θέσεις τους και γενικά τα θέατρα δε γεμίζουν τόσο εύκολα. Στην Ελλάδα γίνονται πάρα πολλές παραστάσεις ,έχουμε 150 θέατρα στην Αθήνα. Αυτό που με λυπεί περισσότερο είναι η τόση μεγάλη ανομοιογένεια. Γίνεται χαμός λέω, πραγματικά χαμός! Υπάρχουν μικρές ομάδες , υπάρχουν νέοι άνθρωποι αυτή τη στιγμή που βγαίνουν κι έχουν ενδιαφέρον. Κι είναι κρίμα που δεν επισημαίνονται ,όπως θα τους άξιζε. Πάντως εκεί που υστερούμε είναι στην παιδεία.
Κ.Χ. Στην παιδεία , ενώ έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς , έχουμε λιγότερο καλούς σκηνοθέτες.
Σ.Γ. Παρ’ όλα αυτά οι ευκαιρίες δίνονται. Δεν αποτρέπω τον κόσμο να γίνει ηθοποιός. Όχι, γιατί είναι πρόσφορο να περάσεις και από αυτή τη διαδικασία και να δεις ότι δεν κάνεις. Αρκεί βέβαια να μην το συνειδητοποιήσεις πολύ αργά. Ναι, και επίσης δε συμβαίνει όταν είσαι και υγιής. Δηλαδή ένας υγιής άνθρωπος που θα δει ότι δεν κάνει γι’ αυτή την δουλειά θα στρέψει το ενδιαφέρον και την προσοχή του σε κάτι άλλο. Θα βρει άλλον τρόπο να εκφραστεί .
Κ.Χ. Ο Παύλος Μάτεσης μου έλεγε ότι όταν άνοιγε την πόρτα μιας τάξης θεατρικής σχολής ,όπου δίδασκε για χρόνια ,έβλεπε ότι 99% των σπουδαστών να θέλουν να γίνουν Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Σ.Γ. Αυτό δεν είναι δείγμα υγείας .
Κ.Χ .Το χειρότερο είναι ότι υπήρχε κι ένα ποσοστό ανδρών, που ήθελαν επίσης να γίνουν Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σήμερα τι θέλουν να γίνουν οι νέοι ηθοποιοί ; Όχι πιστεύω Βουγιουκλάκη .
Σ.Γ. Ονειρεύονται να παίξουν στην τηλεόραση. Δυστυχώς. Για μένα όταν αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός δεν τέθηκε θέμα τηλεόρασης .Από τα οχτώ μου ήθελα να γίνω ηθοποιός και είχα τη τύχη να συναντήσω τη Κυβέλη Μυράτ, εγγονή, της μεγάλης Κυβέλης ,η οποία με μύησε στο θέατρο, με αποτέλεσμα να μην με νοιάζει η τηλεόραση. Το ηθοποιός συνδεόταν μόνο με το θέατρο. Σήμερα τα πρότυπα έχουν εξελιχθεί έτσι που συνδέεται αμέσως με την τηλεόραση και με την προχειρότητα που συναντά κανείς εκεί .Δε μπορείς να κάνεις τηλεόραση που να μην είναι πρόχειρη. Εκτός αν οι συνθήκες είναι ιδανικές, που είναι κινηματογραφικές πια.
Κ.Χ Η τηλεόραση καίει τα πρόσωπα με τις ευκολίες .
Σ.Γ. Επειδή γίνονται όλα πρόχειρα και ο καλύτερος ηθοποιός να παίξει( γιατί έχουμε δει και ταλαντούχους να παίζουν εκεί) , θα βγάλει τον πιο πρόχειρο εαυτό του. Αυτό που ξέρει να κάνει πιο εύκολα. Είναι αμέσως καταδίκη ότι θα συμβεί αυτό , είναι η παγίδα στην οποία πέφτουν. Βέβαια δεν θέλω να διαχωρίζω , εμείς και αυτοί. Όμως η μεγάλη τριβή με τη τηλεόραση ασυνείδητα τους κάνει να πιστεύουν ότι είναι εύκολα τα πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν τη δυσκολία. Η συνήθεια μας να ακούμε τον τηλεοπτικό λόγο μας έχει κάνει πάρα πολύ κακό. Ξεχνούν ότι το άπαν της υποκριτικής τέχνης είναι όταν τελειώσει η παράσταση να μην μπορεί το κοινό να χειροκροτήσει, σαν να μην τα έχει δει όλα αυτά . Ο ηθοποιός να έχει εξαφανιστεί και να έχει πάθει σοκ μ’ όλα αυτά που έχει ακούσει. Σαν ηθοποιός την στιγμή πηγαίνω πίσω , εξαφανίζομαι.
Κ.Χ. Τι να πω! Ότι προσέρχεστε στην ηθοποιία με μια σκευή και έναν οπλισμό που εμένα με εντυπωσιάζει.
Σ.Γ. Ο οπλισμός αυτός μπορεί να είναι μόνο χρήσιμος μόνο για να ξεχνιέται.
Κ.Χ. Ναι, σύμφωνοι. Αυτό είναι το τελευταίο στάδιο, να ξεχνιέται αλλά αν πας όμως χωρίς αυτόν, απροετοίμαστος που φτάνεις;
Σ.Γ. Εεε πας ν’ αρρωστήσεις.
Κ.Χ. Όχι, εγώ θάλεγα πας και δεν πρόκειται να μην γίνεις ποτέ Στεφανία Γουλιώτη! Ποτέ δεν θα μπορέσεις να παίξεις σαν αυτήν .
Σ.Γ. Αααχ , Παναγία μου!

Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ

Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ *.
Aπό την αρχή ξεκαθαρίζω ότι δεν φιλοδοξώ να καταθέσω κριτικές ή άλλες απόψεις για το μεγάλο έργο του Θ. Αγγελόπουλου , εξ άλλου η κριτική έχει καταπιαστεί με όλες τις πτυχές του έργου του , είναι ο σκηνοθέτης που προκάλεσε τις πιο πολλές συζητήσεις και αναλύσεις. Εχουν γραφεί δεκάδες σελίδες , τόμοι, πολιτικές και φορμαλιστικές αναλύσεις .
Σκοπός μου αποψινός είναι να παραθέσω τους σταθμούς της δικής μου κινηματογραφικής ,αλλά και πνευματικής ενηλικίωσης μέσα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου ,που αποτέλεσαν κάτι σαν την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου , ανάλογα με την εποχή που τις βλέπεις ανακαλύπτεις και μια διαφορετική θέαση , μια άλλη όψη. Το 1977 διαβάζοντας την ανθολογία του Γ.Βελουδή για το έργο του Ρίτσου έβλεπα τη μια μεριά του φεγγαριού του την πολιτική , σήμερα με την αντίστοιχη της Χ.Προκοπάκη διαπιστώνω την υπαρξιακή του και λογοτεχνική του βαρύτητα .
Ξεκινώ με μια διαπίστωση :
Θεωρώ τον Αγγελόπουλο τον πιο ολοκληρωμένο καλλιτέχνη –σκηνοθέτη της Ελλάδας . Ενας σκηνοθέτης που δούλεψε παράλληλα με την τέχνη του και την πολύ προσωπική του γραφή , την κοινωνία και την ιστορία αυτής της χώρας ,αλλά στη συνέχεια δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτήν ,αλλά επεκτάθηκε στα ταραγμένα Βαλκάνια και την νότια Ευρώπη , την κοιτίδα των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων .
Η πρώτη μου επαφή έγινε το 1975 με τις Μέρες του ΄36 ,στην Χρυσούπολη , όπου διέμενα τότε , ετών 16 , στην κινηματογραφική Λέσχη, που πολύ πρώιμα , για την κωμόπολη των 6.000 έστησε ο Δημήτρης Χατζηβαρύτης και όπου σαν πρώτη ταινία πρόβαλε το τολμηρό δεύτερο έργο του Αγγελόπουλου . Δεν την κατάλαβα , όμως οι εικόνες της έμειναν να με καιν για χρόνια ,φώλιασαν μέσα μου. Οι εικόνες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο , η ανάσα μιας Ελλάδας άλλης που ίδρωνε , φυλακίζονταν , χτυπούσε τα τενεκεδένια κουτάκια της στα σίδερα της φυλακής και δεν είχε σχέση με ό,τι μας σέρβιρε για χρόνια το εμπορικό σινεμά . Την ταινία την ξανασυνάντησα αργότερα , φωτίζοντας το ιστορικό πλαίσιο και την αλήθεια της . Τα πρόσωπα προβάλαν με αργές κινήσεις , η πλοκή ήταν εξελισσόταν σαν ταχεία στον κάμπο της Θήβας , αλλά ωστόσο υποβλητική , έμοιαζε με τις εμβριθείς μαρξιστικές αναλύσεις που δεν καταλάβαινα τότε ,αλλά και την κλασική μουσική του 20ου αιώνα που μου αποκαλυπτόταν από το Τρίτο του Χατζιδάκι και ωστόσο αγωνιζόμουν για να μου γίνουν κτήμα . Τότε μου αρκούσε να έρχομαι σε επαφή μαζί τους .
Επειδή δεν μπόρεσα να δω το Θίασο όταν πρωτοπαίχθηκε αγόρασα, καλοκαίρι του 1977, το σενάριο από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» και το ανέβασα στην αρχή μέσα μου ,μόνος μου, με την βοήθεια των ασπρόμαυρων φωτογραφιών που περιείχε η έκδοση. Ο θίασος με το Γιαξεμπόρε στο χιονισμένο τοπίο , οι υγροί δρόμοι της επαρχιακής πόλης , η Χρυσόθεμις με το άδειο μπουκάλι στα χέρια και το ξύλινο καροτσάκι με τα πτώματα να γυρεύει από τον μαυραγορίτη λίγο λάδι και να του δίνεται μες στων ματιών σου τις γαλάζιες θάλασσες, οι συγκλονιστικές καταθέσεις των ηρώων ανήκουν στις πιο περιεκτικές σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας, ο χορός των χαφιέδων ,οι αντάρτες και ο μύθος των Ατρειδών . Διαβάζοντας το σενάριο αποφασίζω δύο πράγματα : να διαβάσω επειγόντως Φρόιντ και να αποενοχοποιήσω από την σχολική βαρεμάρα την αρχαία τραγωδία .Την ταινία την είδα αργότερα τέλος του 1977, νομίζω στο Ριβολί της Θεσσαλονίκης, σε επανάληψη , μιας και προβάλλονταν συνεχώς από την περίοδο 1975-76 , αφού ήταν η δεύτερη σε εισιτήρια ταινία με κοντά 190.000 θεατές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη . Η αίγλη της τονώθηκε μετά . Εκλέχτηκε από τα μέλη της ΦΙΑΦ μέσα στα 100 φιλμ του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στο Σινέ Ποάλα της Κομοτηνής , σε μια αμιγώς φοιτητική παράσταση, είδα χειμώνα του 1977 προς 1978 τους Κυνηγούς . Μου έμεινε το τοπίο της Βόρειας Ελλάδας , πόσο καλά το ξέρει ο Αγγελόπουλος , πόσο πολύ του αρέσει . Οι Κυνηγοί συνεχίζουν την αναβίωση της Ελληνικής ιστορίας και φτάνουν μέχρι την δολοφονία του Λαμπράκη . Τότε καταλαβαίνω πως ο Αγγελόπουλος μπορεί να κινεί το πλήθος με ελάχιστα μέσα και να υποβάλλει την ένταση και τον πυρετό . Είναι ένας μαέστρος του φακού που δεν αφήνει καμιά ατέλεια, δεν διακρίνεις τι προηγήθηκε , ο λαός πίσω από το φέρετρο του λαϊκού αγωνιστή , ο λαός με τις κόκκινες σημαίες στη λίμνη, το πτώμα στα χιόνια και οι αμήχανοι αστοί στο έρημο ξενοδοχείο που μετατρέπεται στα φλας μπακ του χρόνου σε ζωντανή εστία της αντίδρασης .
Τότε γνώρισα τον Μπρεχτ ,άκουσα παραλληλισμούς με τον Μπουνιουέλ (ως τότε μόνο το Ναζαρέν του) και περίμενα με αγωνία το επόμενο βήμα του ,που πίστευα πως θα είναι ο λόγος του για την σύγχρονη Ελλάδα και τα βήματα ως την μεταπολίτευση .
Όμως ο Αγγελόπουλος δε μας έδωσε την ταινία που περιμέναμε για τις σύγχρονές μας εξελίξεις ,όσο κι αν οι Κυνηγοί προδιέγραφαν το πλαίσιο της μεταπολίτευσης .
Το 1980 μας αιφνιδιάζει με τον Μεγαλέξαντρο.
Ανατρέχει στις λαϊκές αφηγήσεις , ανακαλύπτει ένα λόγο λαϊκό , φορτισμένο από κώδικες και ποίηση , ο Σεφέρης εντάσσεται αρμονικά στα χείλη του τυχοδιώκτη ληστή Αλέξανδρου, στις αρχές του αιώνα ο μύθος με τους λήσταρχους και την ιδιότυπη αναρχία των ορέων , δίνει την απάντησή του στο 1900 του Μπερτολούτσι , ο Αλέξανδρος , ηγέτης και φονιάς , σκληρό λιοντάρι απέναντι στην εξουσία και αρχηγός των φτωχών , που θα διαλυθεί κάτω από την υπεροψία του ,αλλά και την εικόνα του προσωπολάτρη , μαζί Βυζάντιο και παλιά πέτρινα σπίτια , η αριστερά παρούσα , το ίδιο και η επανάσταση ,αλλά και η διαστροφή της μόλις γίνει εξουσία . Χρόνια μετά η Ελληνική λογοτεχνία θα ανακαλύψει τον τρόπο της αφήγησης των λαϊκών φυλλάδων που τόσο πρώιμα υιοθέτησε ο Αγγελόπουλος .
Θέλω να σταματήσω εδώ και να αφηγηθώ ότι την ταινία την είδα στο Ρεξ της Ξάνθης , μια ημέρα του 1980 ή του 1981 , μετά το τοπικό Καρναβάλι. Μπήκα στην αίθουσα με δυο φίλους μου ,που νόμιζαν πως θα δουν κάτι σαν τους Γενναίους του Βορά και με τις πρώτες εικόνες παραξενεύτηκαν κι άρχισαν να με κατηγορούν «που μας έφερες και τα λοιπά» .Οσο όμως προχωρούσε η ταινία και αποκαλυπτόταν ο κόσμος του Αγγελόπουλου , η μεγάλη του τέχνη , οι ρυθμοί του, που δεν είναι καθόλου άδειοι και αργοί ,οι αντιδράσεις των δύο φίλων καταλάγιαζαν .Επικρατούσε σιωπή . Στο τέλος έφυγαν ευχαριστημένοι. Η μεγάλη τέχνη αποστομώνει και τον πιο ανίδεο ,τον παρασύρει στο ρυθμό της ,τον αρπάζει από τον γιακά .
Το Ταξίδι στα Κύθηρα με βρίσκει στο στρατό , επαναστάτη και αφίλιωτο, ακόμη με την μεταπολιτευτική Ελλάδα . Ο Μάνος Κατράκης μου θυμίζει τον παππού μου , η Ελλάδα που του δίνεται είναι μια σιδερένια σχεδία στην μέση του πελάγου , θυμάμαι το Ρίτσο , και μαζί τον Βρετάκο ,τον Σαχτούρη και τον Σινόπουλο, καθώς καταπιέζομαι από τους μηχανισμούς του στρατού που δεν τους επηρέασε καμιά πολιτική αλλαγή . Βλέπω την ταινία σε θερινό της Αθήνας . Δακρύζω με τη μουσική της Καραίνδρου που υποτονθορίζει ποντιακούς σκοπούς , λυγμικά κάτω από την συνεχή βροχή , δημιουργώντας ένα σιδερένιο λυρισμό ,που μυρίζει απογοήτευση και διάψευση.
Ο άδειος σινεμάς στο Μελισσοκόμο θα με στοιχειώνει σαν ένα όριο μιας εποχής που έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει . Ο Αγγελόπουλος -Μελισσοκόμος ψάχνει πιο εύκρατες περιοχές για να μεταφέρει την τέχνη του , μια τέχνη που θνήσκει , σε μια Ευρώπη που ψυχομαχά κινηματογραφικά ,σαν την Φλώρινα με τον Σακουλέβα της το χειμώνα της Μακεδονίας . Καταμετρώ τις αίθουσες που λάτρευα και δεν υπάρχουν πια κατεδαφισμένες από την αξιοποίηση και τις μπουλντόζες ,πως δεν λυπήθηκαν διόλου αυτούς τους ιερούς τόπους των αναστεναγμών και των ονείρων . Oποτε συναντώ στοιχειωμένο κινηματογράφο ,όπως το «Αριστοτέλειο» στο Πράβι πρόσφατα ,γίνομαι Μελισσοκόμος .
Αυτή η περιδιάβαση στην Ελλάδα θα συνεχισθεί και με Το τοπίο στην Ομίχλη το 1988.Σε μια Ελλάδα που φθίνει ,που χάνει την Ελληνικότητά της ,κάτω από την αξιοποίηση και τον εκβαρβαρισμό του τουρισμού της . Η αναζήτηση του πατέρα , του πατέρα που έλειψε από τη ζωή του σκηνοθέτη , η αναζήτηση του πατέρα -θεού ,του δέντρου της ζωής που προβάλλει μέσα από την ομίχλη ή τα σύννεφα(;) καθορίζει το πνεύμα της ταινίας .
Θυμάμαι την προβολή του Τοπίου στην Λέσχη το 1988 όταν συρρέαν ευλαβικά τα πλήθη και μέναν όλοι ευχαριστημένοι . Ο Αγγελόπουλος ήταν το φόρτε μας , η δικαίωση του τίτλου μας . Πρώτη προβολή στο «Οσκαρ» ,αλλά και στην Λέσχη κατάμεστη η αίθουσα . Ηταν τότε που αρεσκόμουν σε σημειολογικές αναλύσεις για το κοινό της Λέσχης . Ναι , το κοινό του Αγγελόπουλου δεν ήταν σαν των άλλων ελληνικών ταινιών του νέου ελληνικού σινεμά , να κάπως διανοούμενοι και υποψιασμένοι θεατές . Το κοινό του Αγγελόπουλου ήταν αγωνιστές της αριστεράς , η γαλατού της γωνιάς , το παιδί του Λυκείου , ο τραπεζικός του γκισέ , όλος ο κόσμος χωρίς ταμπέλες , που ψάχνει να βρει τη ζωή του , τον πατέρα του , την χώρα του . Η ταινία του Αγγελόπουλου άφησε ενθουσιασμένους τους πάντες .
Mε το Μετέωρο βήμα του Πελαργού ο Αγγελόπουλος βγαίνει από τα Ελληνικά σύνορα και ανοίγεται στην Βαλκανική , βήμα που θα σταθεροποιήσει στο Βλέμμα του Οδυσσέα . Οι δύο αυτές ταινίες τον καθιστούν παγκόσμιο . Η Ελληνική πραγματικότητα φωτίζεται από το Βαλκανικό δράμα , από την πτώση του υπαρκτού , από τη μόνωση του νεοέλληνα που μοιάζει να υιοθετεί μοναχικούς δρόμους και να βιώνει την υπαρξιακή μοναξιά .Το κάδρο περιορίζεται .Το πρόσωπο ,με το δράμα του , έρχεται σε πρώτο πλάνο.
Στο Βλέμμα του Οδυσσέα βγαίνω άρον-άρον από μια πρόσφατη γαστρορραγία , χωρίς να έχω αναρρώσει καλά –καλά , τρέχοντας να την προλάβω , με χαμηλό αιμοτοκρίτη, στον παγωμένο «Απόλλωνα» ,που δεν είχε αναβαθμιστεί ακόμη και έκανε οικονομία στα καύσιμα . Αν την χάσω δεν θα την βρω εύκολα , ίσως το καλοκαίρι στη Λέσχη . Και πάλι ο Αγγελόπουλος προηγείται από όλη την ελληνική διανόηση που ανακαλύπτει ότι ο Ελληνας μεγαλούργησε ,γιατί έβλεπε προς τα βόρεια , γιατί επεκτείνονταν προς το Βορά και όχι προς τη Δύση . Το βλέμμα του Αγγελόπουλου προδρομικό και φρέσκο ανακαλύπτει μια νέα μυθολογία και την προσφέρει ανάμεσα στα καυτά γεγονότα που εξελίσσονται .
Μ’ αρέσει ο Αγγελόπουλος ,γιατί διαθέτει τα γνωρίσματα του μεγάλου δημιουργού , γιατί μπορεί να συγκινήσει το ίδιο δυνατά τον διανοούμενο ,μα και τον ανίδεο , τον Ελληνα και τον ξένο , θυμάστε την επιτυχία του στην Ιαπωνία , ήταν θαύμα πώς καθήλωσε τους Γιαπωνέζους .Παράλληλα μας δίνει αυτό που έρχεται, αυτό που δεν ψηλαφίσαμε ακόμη , αυτό που δεν έσπασε το κέλυφός του , αυτό που θα γίνει μόδα μετά από αυτόν . Ακόμη το έργο του μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους . Είναι πολιτικό και υπαρξιακό , μεταφυσικό και ιστορικό ,ποιητικό και μοντερνιστικό , φορμαλιστικό και ελληνοκεντρικό .Όμως ο Αγγελόπουλος είναι όλα αυτά μαζί ,αλλά και όλα τα άλλα που χωνεύουν μέσα του , ο Αντονιόνι, ο Μπουνιουέλ , η Νουβέλ Βαγκ, ο Ζαν Ρυς , οι αρχαίοι τραγικοί , ο Ελλιοτ , ο Τζόις. Μεγάλες στιγμές που φιλτράρονται μέσα από τη συνείδηση και τη μνήμη ενός δυνατού δημιουργού και γίνονται εικόνες που στοιχειώνουν .
Ο Αγγελόπουλος η αρχή και το τέλος για το Ελληνικό σινεμά .Το ορόσημο που δεν ξεθωριάζει .
Βλέποντας την Αναπαράσταση στα τέλη του 1989 σκέφτηκα πόση σύγχρονη λογοτεχνία , πόση σύγχρονη ζωγραφική και πόση συμπυκνωμένη Ελλάδα περιέχει στις σκληρές , κοφτερές εικόνες της . Θα μπορούσε να είναι η πιο ευσύνοπτη περιγραφή της επαρχιακής Ελλάδας που θνήσκει, μόνη στο μολυβί τοπίο του χειμώνα της και χειμάζεται από την μετανάστευση και τους μισεμούς. Δεν έχει καμιά πολιτική νύξη ,αλλά είναι η πιο ακραία πολιτική ταινία για την υπανάπτυξη στην Ελλάδα.
Λένε πως ο Αγγελόπουλος γυρίζει μόνο μια ταινία , μόνο μια περιπέτεια κι αυτή με παραλλαγές . Δηλαδή όπως ο Μπαχ , όπως ο Τζόις ;
Όμως οι παραλλαγές είναι τόσο πλούσιες και συνταρακτικές που δεν τις καταλαβαίνεις ,αλλά εισπράττεις το πλούσιο ταξίδι μιας πυρετικής ιδιοφυίας .
Στη νέα ταινία του καταπιάνεται πάλι με την ιστορία και τους μετανάστες . Ακούγεται πως μέσα από την ιστορία ενός Ελληνοπόντιου από την Γεωργία ,που έρχεται στην Ελλάδα το 1920 με την επιβολή των μπολσεβίκων εκεί μιλά για την επανάσταση και την προσφυγιά . Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έφυγε από το Σοχούμι το ’20 να μην θέλει να κατηγορήσει τους Ρώσους , ο μπαμπάς φίλευε τον Ιωσήφ Τουγκασβίλι σπίτι μας ,αλλά δεν θέλαμε να μπλέξουμε άλλο , φοβηθήκαμε και φύγαμε , είμασταν μενσεβίκοι.
Θαρρώ πως ο Αγγελόπουλος πάλι στοχεύει στην καρδιά μου. Διαλέγει την πορεία των προγόνων μου , δίνοντας το στίγμα για ό,τι θα ακολουθήσει την επόμενη δεκαετία στην ελληνική τέχνη.

* Το κείμενο διαβάστηκε την 26/11/2001 σε εκδήλωση ,που οργανώθηκε στην Καβάλα για να τιμηθεί ο μεγάλος σκηνοθέτης .

ΤΕΣΤ

ΤΕΣΤ