Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ
Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ *.
Aπό την αρχή ξεκαθαρίζω ότι δεν φιλοδοξώ να καταθέσω κριτικές ή άλλες απόψεις για το μεγάλο έργο του Θ. Αγγελόπουλου , εξ άλλου η κριτική έχει καταπιαστεί με όλες τις πτυχές του έργου του , είναι ο σκηνοθέτης που προκάλεσε τις πιο πολλές συζητήσεις και αναλύσεις. Εχουν γραφεί δεκάδες σελίδες , τόμοι, πολιτικές και φορμαλιστικές αναλύσεις .
Σκοπός μου αποψινός είναι να παραθέσω τους σταθμούς της δικής μου κινηματογραφικής ,αλλά και πνευματικής ενηλικίωσης μέσα από τις ταινίες του Αγγελόπουλου ,που αποτέλεσαν κάτι σαν την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου , ανάλογα με την εποχή που τις βλέπεις ανακαλύπτεις και μια διαφορετική θέαση , μια άλλη όψη. Το 1977 διαβάζοντας την ανθολογία του Γ.Βελουδή για το έργο του Ρίτσου έβλεπα τη μια μεριά του φεγγαριού του την πολιτική , σήμερα με την αντίστοιχη της Χ.Προκοπάκη διαπιστώνω την υπαρξιακή του και λογοτεχνική του βαρύτητα .
Ξεκινώ με μια διαπίστωση :
Θεωρώ τον Αγγελόπουλο τον πιο ολοκληρωμένο καλλιτέχνη –σκηνοθέτη της Ελλάδας . Ενας σκηνοθέτης που δούλεψε παράλληλα με την τέχνη του και την πολύ προσωπική του γραφή , την κοινωνία και την ιστορία αυτής της χώρας ,αλλά στη συνέχεια δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτήν ,αλλά επεκτάθηκε στα ταραγμένα Βαλκάνια και την νότια Ευρώπη , την κοιτίδα των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων .
Η πρώτη μου επαφή έγινε το 1975 με τις Μέρες του ΄36 ,στην Χρυσούπολη , όπου διέμενα τότε , ετών 16 , στην κινηματογραφική Λέσχη, που πολύ πρώιμα , για την κωμόπολη των 6.000 έστησε ο Δημήτρης Χατζηβαρύτης και όπου σαν πρώτη ταινία πρόβαλε το τολμηρό δεύτερο έργο του Αγγελόπουλου . Δεν την κατάλαβα , όμως οι εικόνες της έμειναν να με καιν για χρόνια ,φώλιασαν μέσα μου. Οι εικόνες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο , η ανάσα μιας Ελλάδας άλλης που ίδρωνε , φυλακίζονταν , χτυπούσε τα τενεκεδένια κουτάκια της στα σίδερα της φυλακής και δεν είχε σχέση με ό,τι μας σέρβιρε για χρόνια το εμπορικό σινεμά . Την ταινία την ξανασυνάντησα αργότερα , φωτίζοντας το ιστορικό πλαίσιο και την αλήθεια της . Τα πρόσωπα προβάλαν με αργές κινήσεις , η πλοκή ήταν εξελισσόταν σαν ταχεία στον κάμπο της Θήβας , αλλά ωστόσο υποβλητική , έμοιαζε με τις εμβριθείς μαρξιστικές αναλύσεις που δεν καταλάβαινα τότε ,αλλά και την κλασική μουσική του 20ου αιώνα που μου αποκαλυπτόταν από το Τρίτο του Χατζιδάκι και ωστόσο αγωνιζόμουν για να μου γίνουν κτήμα . Τότε μου αρκούσε να έρχομαι σε επαφή μαζί τους .
Επειδή δεν μπόρεσα να δω το Θίασο όταν πρωτοπαίχθηκε αγόρασα, καλοκαίρι του 1977, το σενάριο από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» και το ανέβασα στην αρχή μέσα μου ,μόνος μου, με την βοήθεια των ασπρόμαυρων φωτογραφιών που περιείχε η έκδοση. Ο θίασος με το Γιαξεμπόρε στο χιονισμένο τοπίο , οι υγροί δρόμοι της επαρχιακής πόλης , η Χρυσόθεμις με το άδειο μπουκάλι στα χέρια και το ξύλινο καροτσάκι με τα πτώματα να γυρεύει από τον μαυραγορίτη λίγο λάδι και να του δίνεται μες στων ματιών σου τις γαλάζιες θάλασσες, οι συγκλονιστικές καταθέσεις των ηρώων ανήκουν στις πιο περιεκτικές σελίδες της ελληνικής λογοτεχνίας, ο χορός των χαφιέδων ,οι αντάρτες και ο μύθος των Ατρειδών . Διαβάζοντας το σενάριο αποφασίζω δύο πράγματα : να διαβάσω επειγόντως Φρόιντ και να αποενοχοποιήσω από την σχολική βαρεμάρα την αρχαία τραγωδία .Την ταινία την είδα αργότερα τέλος του 1977, νομίζω στο Ριβολί της Θεσσαλονίκης, σε επανάληψη , μιας και προβάλλονταν συνεχώς από την περίοδο 1975-76 , αφού ήταν η δεύτερη σε εισιτήρια ταινία με κοντά 190.000 θεατές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη . Η αίγλη της τονώθηκε μετά . Εκλέχτηκε από τα μέλη της ΦΙΑΦ μέσα στα 100 φιλμ του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στο Σινέ Ποάλα της Κομοτηνής , σε μια αμιγώς φοιτητική παράσταση, είδα χειμώνα του 1977 προς 1978 τους Κυνηγούς . Μου έμεινε το τοπίο της Βόρειας Ελλάδας , πόσο καλά το ξέρει ο Αγγελόπουλος , πόσο πολύ του αρέσει . Οι Κυνηγοί συνεχίζουν την αναβίωση της Ελληνικής ιστορίας και φτάνουν μέχρι την δολοφονία του Λαμπράκη . Τότε καταλαβαίνω πως ο Αγγελόπουλος μπορεί να κινεί το πλήθος με ελάχιστα μέσα και να υποβάλλει την ένταση και τον πυρετό . Είναι ένας μαέστρος του φακού που δεν αφήνει καμιά ατέλεια, δεν διακρίνεις τι προηγήθηκε , ο λαός πίσω από το φέρετρο του λαϊκού αγωνιστή , ο λαός με τις κόκκινες σημαίες στη λίμνη, το πτώμα στα χιόνια και οι αμήχανοι αστοί στο έρημο ξενοδοχείο που μετατρέπεται στα φλας μπακ του χρόνου σε ζωντανή εστία της αντίδρασης .
Τότε γνώρισα τον Μπρεχτ ,άκουσα παραλληλισμούς με τον Μπουνιουέλ (ως τότε μόνο το Ναζαρέν του) και περίμενα με αγωνία το επόμενο βήμα του ,που πίστευα πως θα είναι ο λόγος του για την σύγχρονη Ελλάδα και τα βήματα ως την μεταπολίτευση .
Όμως ο Αγγελόπουλος δε μας έδωσε την ταινία που περιμέναμε για τις σύγχρονές μας εξελίξεις ,όσο κι αν οι Κυνηγοί προδιέγραφαν το πλαίσιο της μεταπολίτευσης .
Το 1980 μας αιφνιδιάζει με τον Μεγαλέξαντρο.
Ανατρέχει στις λαϊκές αφηγήσεις , ανακαλύπτει ένα λόγο λαϊκό , φορτισμένο από κώδικες και ποίηση , ο Σεφέρης εντάσσεται αρμονικά στα χείλη του τυχοδιώκτη ληστή Αλέξανδρου, στις αρχές του αιώνα ο μύθος με τους λήσταρχους και την ιδιότυπη αναρχία των ορέων , δίνει την απάντησή του στο 1900 του Μπερτολούτσι , ο Αλέξανδρος , ηγέτης και φονιάς , σκληρό λιοντάρι απέναντι στην εξουσία και αρχηγός των φτωχών , που θα διαλυθεί κάτω από την υπεροψία του ,αλλά και την εικόνα του προσωπολάτρη , μαζί Βυζάντιο και παλιά πέτρινα σπίτια , η αριστερά παρούσα , το ίδιο και η επανάσταση ,αλλά και η διαστροφή της μόλις γίνει εξουσία . Χρόνια μετά η Ελληνική λογοτεχνία θα ανακαλύψει τον τρόπο της αφήγησης των λαϊκών φυλλάδων που τόσο πρώιμα υιοθέτησε ο Αγγελόπουλος .
Θέλω να σταματήσω εδώ και να αφηγηθώ ότι την ταινία την είδα στο Ρεξ της Ξάνθης , μια ημέρα του 1980 ή του 1981 , μετά το τοπικό Καρναβάλι. Μπήκα στην αίθουσα με δυο φίλους μου ,που νόμιζαν πως θα δουν κάτι σαν τους Γενναίους του Βορά και με τις πρώτες εικόνες παραξενεύτηκαν κι άρχισαν να με κατηγορούν «που μας έφερες και τα λοιπά» .Οσο όμως προχωρούσε η ταινία και αποκαλυπτόταν ο κόσμος του Αγγελόπουλου , η μεγάλη του τέχνη , οι ρυθμοί του, που δεν είναι καθόλου άδειοι και αργοί ,οι αντιδράσεις των δύο φίλων καταλάγιαζαν .Επικρατούσε σιωπή . Στο τέλος έφυγαν ευχαριστημένοι. Η μεγάλη τέχνη αποστομώνει και τον πιο ανίδεο ,τον παρασύρει στο ρυθμό της ,τον αρπάζει από τον γιακά .
Το Ταξίδι στα Κύθηρα με βρίσκει στο στρατό , επαναστάτη και αφίλιωτο, ακόμη με την μεταπολιτευτική Ελλάδα . Ο Μάνος Κατράκης μου θυμίζει τον παππού μου , η Ελλάδα που του δίνεται είναι μια σιδερένια σχεδία στην μέση του πελάγου , θυμάμαι το Ρίτσο , και μαζί τον Βρετάκο ,τον Σαχτούρη και τον Σινόπουλο, καθώς καταπιέζομαι από τους μηχανισμούς του στρατού που δεν τους επηρέασε καμιά πολιτική αλλαγή . Βλέπω την ταινία σε θερινό της Αθήνας . Δακρύζω με τη μουσική της Καραίνδρου που υποτονθορίζει ποντιακούς σκοπούς , λυγμικά κάτω από την συνεχή βροχή , δημιουργώντας ένα σιδερένιο λυρισμό ,που μυρίζει απογοήτευση και διάψευση.
Ο άδειος σινεμάς στο Μελισσοκόμο θα με στοιχειώνει σαν ένα όριο μιας εποχής που έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει . Ο Αγγελόπουλος -Μελισσοκόμος ψάχνει πιο εύκρατες περιοχές για να μεταφέρει την τέχνη του , μια τέχνη που θνήσκει , σε μια Ευρώπη που ψυχομαχά κινηματογραφικά ,σαν την Φλώρινα με τον Σακουλέβα της το χειμώνα της Μακεδονίας . Καταμετρώ τις αίθουσες που λάτρευα και δεν υπάρχουν πια κατεδαφισμένες από την αξιοποίηση και τις μπουλντόζες ,πως δεν λυπήθηκαν διόλου αυτούς τους ιερούς τόπους των αναστεναγμών και των ονείρων . Oποτε συναντώ στοιχειωμένο κινηματογράφο ,όπως το «Αριστοτέλειο» στο Πράβι πρόσφατα ,γίνομαι Μελισσοκόμος .
Αυτή η περιδιάβαση στην Ελλάδα θα συνεχισθεί και με Το τοπίο στην Ομίχλη το 1988.Σε μια Ελλάδα που φθίνει ,που χάνει την Ελληνικότητά της ,κάτω από την αξιοποίηση και τον εκβαρβαρισμό του τουρισμού της . Η αναζήτηση του πατέρα , του πατέρα που έλειψε από τη ζωή του σκηνοθέτη , η αναζήτηση του πατέρα -θεού ,του δέντρου της ζωής που προβάλλει μέσα από την ομίχλη ή τα σύννεφα(;) καθορίζει το πνεύμα της ταινίας .
Θυμάμαι την προβολή του Τοπίου στην Λέσχη το 1988 όταν συρρέαν ευλαβικά τα πλήθη και μέναν όλοι ευχαριστημένοι . Ο Αγγελόπουλος ήταν το φόρτε μας , η δικαίωση του τίτλου μας . Πρώτη προβολή στο «Οσκαρ» ,αλλά και στην Λέσχη κατάμεστη η αίθουσα . Ηταν τότε που αρεσκόμουν σε σημειολογικές αναλύσεις για το κοινό της Λέσχης . Ναι , το κοινό του Αγγελόπουλου δεν ήταν σαν των άλλων ελληνικών ταινιών του νέου ελληνικού σινεμά , να κάπως διανοούμενοι και υποψιασμένοι θεατές . Το κοινό του Αγγελόπουλου ήταν αγωνιστές της αριστεράς , η γαλατού της γωνιάς , το παιδί του Λυκείου , ο τραπεζικός του γκισέ , όλος ο κόσμος χωρίς ταμπέλες , που ψάχνει να βρει τη ζωή του , τον πατέρα του , την χώρα του . Η ταινία του Αγγελόπουλου άφησε ενθουσιασμένους τους πάντες .
Mε το Μετέωρο βήμα του Πελαργού ο Αγγελόπουλος βγαίνει από τα Ελληνικά σύνορα και ανοίγεται στην Βαλκανική , βήμα που θα σταθεροποιήσει στο Βλέμμα του Οδυσσέα . Οι δύο αυτές ταινίες τον καθιστούν παγκόσμιο . Η Ελληνική πραγματικότητα φωτίζεται από το Βαλκανικό δράμα , από την πτώση του υπαρκτού , από τη μόνωση του νεοέλληνα που μοιάζει να υιοθετεί μοναχικούς δρόμους και να βιώνει την υπαρξιακή μοναξιά .Το κάδρο περιορίζεται .Το πρόσωπο ,με το δράμα του , έρχεται σε πρώτο πλάνο.
Στο Βλέμμα του Οδυσσέα βγαίνω άρον-άρον από μια πρόσφατη γαστρορραγία , χωρίς να έχω αναρρώσει καλά –καλά , τρέχοντας να την προλάβω , με χαμηλό αιμοτοκρίτη, στον παγωμένο «Απόλλωνα» ,που δεν είχε αναβαθμιστεί ακόμη και έκανε οικονομία στα καύσιμα . Αν την χάσω δεν θα την βρω εύκολα , ίσως το καλοκαίρι στη Λέσχη . Και πάλι ο Αγγελόπουλος προηγείται από όλη την ελληνική διανόηση που ανακαλύπτει ότι ο Ελληνας μεγαλούργησε ,γιατί έβλεπε προς τα βόρεια , γιατί επεκτείνονταν προς το Βορά και όχι προς τη Δύση . Το βλέμμα του Αγγελόπουλου προδρομικό και φρέσκο ανακαλύπτει μια νέα μυθολογία και την προσφέρει ανάμεσα στα καυτά γεγονότα που εξελίσσονται .
Μ’ αρέσει ο Αγγελόπουλος ,γιατί διαθέτει τα γνωρίσματα του μεγάλου δημιουργού , γιατί μπορεί να συγκινήσει το ίδιο δυνατά τον διανοούμενο ,μα και τον ανίδεο , τον Ελληνα και τον ξένο , θυμάστε την επιτυχία του στην Ιαπωνία , ήταν θαύμα πώς καθήλωσε τους Γιαπωνέζους .Παράλληλα μας δίνει αυτό που έρχεται, αυτό που δεν ψηλαφίσαμε ακόμη , αυτό που δεν έσπασε το κέλυφός του , αυτό που θα γίνει μόδα μετά από αυτόν . Ακόμη το έργο του μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους . Είναι πολιτικό και υπαρξιακό , μεταφυσικό και ιστορικό ,ποιητικό και μοντερνιστικό , φορμαλιστικό και ελληνοκεντρικό .Όμως ο Αγγελόπουλος είναι όλα αυτά μαζί ,αλλά και όλα τα άλλα που χωνεύουν μέσα του , ο Αντονιόνι, ο Μπουνιουέλ , η Νουβέλ Βαγκ, ο Ζαν Ρυς , οι αρχαίοι τραγικοί , ο Ελλιοτ , ο Τζόις. Μεγάλες στιγμές που φιλτράρονται μέσα από τη συνείδηση και τη μνήμη ενός δυνατού δημιουργού και γίνονται εικόνες που στοιχειώνουν .
Ο Αγγελόπουλος η αρχή και το τέλος για το Ελληνικό σινεμά .Το ορόσημο που δεν ξεθωριάζει .
Βλέποντας την Αναπαράσταση στα τέλη του 1989 σκέφτηκα πόση σύγχρονη λογοτεχνία , πόση σύγχρονη ζωγραφική και πόση συμπυκνωμένη Ελλάδα περιέχει στις σκληρές , κοφτερές εικόνες της . Θα μπορούσε να είναι η πιο ευσύνοπτη περιγραφή της επαρχιακής Ελλάδας που θνήσκει, μόνη στο μολυβί τοπίο του χειμώνα της και χειμάζεται από την μετανάστευση και τους μισεμούς. Δεν έχει καμιά πολιτική νύξη ,αλλά είναι η πιο ακραία πολιτική ταινία για την υπανάπτυξη στην Ελλάδα.
Λένε πως ο Αγγελόπουλος γυρίζει μόνο μια ταινία , μόνο μια περιπέτεια κι αυτή με παραλλαγές . Δηλαδή όπως ο Μπαχ , όπως ο Τζόις ;
Όμως οι παραλλαγές είναι τόσο πλούσιες και συνταρακτικές που δεν τις καταλαβαίνεις ,αλλά εισπράττεις το πλούσιο ταξίδι μιας πυρετικής ιδιοφυίας .
Στη νέα ταινία του καταπιάνεται πάλι με την ιστορία και τους μετανάστες . Ακούγεται πως μέσα από την ιστορία ενός Ελληνοπόντιου από την Γεωργία ,που έρχεται στην Ελλάδα το 1920 με την επιβολή των μπολσεβίκων εκεί μιλά για την επανάσταση και την προσφυγιά . Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έφυγε από το Σοχούμι το ’20 να μην θέλει να κατηγορήσει τους Ρώσους , ο μπαμπάς φίλευε τον Ιωσήφ Τουγκασβίλι σπίτι μας ,αλλά δεν θέλαμε να μπλέξουμε άλλο , φοβηθήκαμε και φύγαμε , είμασταν μενσεβίκοι.
Θαρρώ πως ο Αγγελόπουλος πάλι στοχεύει στην καρδιά μου. Διαλέγει την πορεία των προγόνων μου , δίνοντας το στίγμα για ό,τι θα ακολουθήσει την επόμενη δεκαετία στην ελληνική τέχνη.
* Το κείμενο διαβάστηκε την 26/11/2001 σε εκδήλωση ,που οργανώθηκε στην Καβάλα για να τιμηθεί ο μεγάλος σκηνοθέτης .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα